Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Από το Blogger.

Αρχειοθήκη

ΣΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΤΥΑ

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.)

1) «Πρώιμες σχέσεις, συσχετίσεις και ιδεολογικές ανταλλαγές μεταξύ ιταλικού φασισμού-κομμουνισμού-γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού»

2) «Φασισμός-Κομμουνισμός στην Ευρώπη κατά το Μεσοπόλεμο: Η περίπτωση της Ελλάδος και άλλων ευρωπαϊκών και βαλκανικών κρατών»

3) «Προτεινόμενες ερμηνείες για το φαινόμενο του φασισμού- ναζισμού από τη νεότερη και σύγχρονη ιστορική έρευνα»



«Πρώιμες σχέσεις, συσχετίσεις και ιδεολογικές ανταλλαγές μεταξύ ιταλικού φασισμού-κομμουνισμού-γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού»


Όλα  τα  βίαια  επαναστατικά  κινήματα  και  όλες  οι  ολοκληρωμένες  δικτατορίες  έχουν  κάποια  πράγματα  κοινά, αν  και  στην  περίπτωση  του  ιταλικού  φασισμού  και  του  μπολσεβικισμού  οι  διαφορές  ήταν  τουλάχιστον  το  ίδιο  σημαντικές.  Μετά  το  θάνατο  του  Λένιν  το  1924  και  τη  μετέπειτα  διατύπωση  του  Στάλιν: «Ο  σοσιαλισμός  σε  μια  μόνο  «χώρα», αυξήθηκαν  οι  εικασίες  γύρω  από  τη  ρωσική  εθνικοποίηση  του  μπολσεβικισμού  και  τη  γέννηση  στη  Ρωσία  ενός  «εθνικού  κομουνισμού».  Η  έννοια  του  «κόκκινου  φασισμού», και  γενικά  του  ολοκληρωτισμού, θα  εξαπλωθεί  περαιτέρω, ιδιαίτερα  κατά  την  πρώτη  φάση  του  Β΄ Παγκοσμίου  Πολέμου  και  την  πρώτη  δεκαετία  του  Ψυχρού  Πολέμου  που  ακολούθησε.
Η  γενιά  που ήρθε  μετά  τον  Α΄ Παγκόσμιο  Πόλεμο  παρήγαγε  τις  πιο  ακραίες  πολιτικές  συγκρούσεις  σε  όλη  την  ευρωπαϊκή  ιστορία, καθώς  η  πολιτική  κοινωνία  σε  πολλές  χώρες  ήταν  διασπασμένη, και  την  ίδια  στιγμή, πολλές  φορές, έτεινε  να  πολώνεται  μεταξύ  της  Δεξιάς  και  της  Αριστεράς.  Η  αιτία  που  αυτή  η  εποχή  ήταν  εποχή  σύγκρουσης  ήταν  τόσο  οι  τραυματικές  εμπειρίες  του  πολέμου  όσο  και  οι  θεμελιώδεις  αλλαγές. Αυτή  ήταν  επίσης  η  πρώτη  γενιά  που  ένιωσε  τον  πλήρη  αντίκτυπο  των  ευρέων  διαδικασιών  του  εκσυγχρονισμού  και  του  εκδημοκρατισμού.  Η  αστικοποίηση  αυξήθηκε, οι  εκπαιδευτικές  ευκαιρίες  διευρύνθηκαν  και  οι  χαμηλές  και  μεσαίες  τάξεις  ήταν  οργανωμένες  σε  μεγαλύτερη  έκταση  και  πολιτικά  πολύ  πιο  συνειδητές  απ’ ό,τι  πριν  από  τον  πόλεμο.  Αλλά  για  το  μεγαλύτερο  μέρος  της  Ευρώπης  ο  πόλεμος  έδωσε  τέλος  ή  και  αντέστρεψε  την  τάση  για  διεύρυνση  της  οικονομικής  παραγωγής  και  της  ευημερίας, με  αποτέλεσμα, μετά  τον  πόλεμο, να  οξυνθεί  ο  ανταγωνισμός  για  μεγαλύτερα  κομμάτια  μιας  όλο  και  μικρότερης  πίτας.  Η  καταστροφή  της  παλιάς  τάξης  πραγμάτων  και  η  εξασθένηση  των  προπολεμικών  θεσμών  αύξησε  σε  πολλές  χώρες  πάρα  πολύ  τη  δύναμη  της  Αριστεράς, αλλά  οι  ίδιες  εμπειρίες  ενθάρρυναν  επίσης  τη  ραγδαία  επέκταση  νέων  εθνικιστικών  ομάδων  που, γενικά, ήταν  πιο  ριζοσπαστικές  και  με  ευρύτερη  βάση  από  τις  ανάλογες  προπολεμικές  ομάδες, δημιουργώντας  τις  προϋποθέσεις  για  αύξηση  του  επιπέδου  των  συγκρούσεων.
Στη  διάρκεια  της  εκλογικής  εκστρατείας  του  1932, κεντρικό  σύνθημα  των  ναζί  ήταν  ότι  μόνο  αυτοί  θα  μπορούσαν  να  σώσουν  τη  Γερμανία  από  τον  εμφύλιο  πόλεμο.  Υποσχέθηκαν  ασφάλεια  από  το  μαρξισμό, αλλά  ανέπτυξαν  επίσης  ζωηρή  δράση  εναντίον  της  «αντίδρασης»  που  προσωποποιούνταν  στη  μορφή  της  δεξιάς  «κυβέρνησης  των  βαρόνων»  του  Πάπεν.  Υποσχέθηκαν  επίσης  ότι  θα  σώσουν  τη  Γερμανία  από  το  αμερικανικό  σύστημα  ή  τον  άγριο  καπιταλισμό.  Στο  τέλος  του  χρόνου  ο  αριθμός  των  μελών  έφτασε  τις  450.000, ο  μεγαλύτερος  από  κάθε  άλλο  πολιτικό  κόμμα, με  400.000  στην  SA  κι  έναν  παρόμοιο  αριθμό  εργατών  στις  ναζιστικές  εργατικές  ομάδες.  Γύρω  στο  8%  των  μελών  του  κόμματος  ήταν  γυναίκες, 25%  ήταν  εργάτες, και  γύρω  στα  2/3  προέρχονταν  από  διάφορες  μερίδες  των  μεσοαστικών  τάξεων.  Οι  περισσότεροι  από  τους  εργάτες  ναζί  ήταν  «Στρατιώτες  της  Θύελλας»  της  SA, αφού  τουλάχιστον  το  50-55%  των  μελών  της  SA  προερχόταν  από  την  εργατική  τάξη.  Τον  Ιούλιο  του  1932, το  ποσοστό  της  εκλογικής  υποστήριξης  προς  τους  ναζί  αυξήθηκε  σε  όλα  τα  κοινωνικά  στρώματα.  Τη  μεγαλύτερη  αύξηση  παρουσίασε  στις  προτεσταντικές  μικρές  πόλεις  και  στις  αγροτικές  περιοχές.  Οι  ναζί  τα  πήγαν  επίσης  καλά στις  περιοχές  όπου  κατοικούσαν  οι  ελίτ, στα  αυτοαπασχολούμενα  μέλη  της  «παλιάς  μεσαίας  τάξης», στους  δημόσιους  υπαλλήλους, καθώς  επίσης  και  στους  εργάτες  σε  μικρά  εργοστάσια  και  βιοτεχνίες. Αν  οι  περισσότερες  ψήφοι  τους  προέρχονταν  από  τη  μεσαία  τάξη, το  1/3  ή  και  ακόμη  περισσότερο  ήρθε  από  τους  εργάτες.  Αντιστρόφως, οι  ναζί  δεν  τα  πήγαν  καλά  μεταξύ  των  καθολικών  και  ανάμεσα  στους  βιομηχανικούς  εργάτες, κι  όχι  ιδιαίτερα  καλά, επίσης, στους  υπαλλήλους. Οι  γυναίκες  γενικά  τους  υποστήριξαν  λιγότερο  από  τους  άνδρες.
Ένα  αξιοσημείωτο  χαρακτηριστικό  των  εκλογών  του  1932  ήταν  η  δραματική  μείωση  της  εκλογικής  απήχησης  όλων  των  φιλελεύθερων  και  μετριοπαθών  κομμάτων  των  μεσαίων  τάξεων  εκτός  του  Καθολικού  Κέντρου, με  την  απήχηση  του  δεξιού  ριζοσπαστικού  DNVP  να  μειώνεται  λιγότερο  απ’  ό,τι  αυτή  των  φιλελευθέρων  προτεσταντικών  κομμάτων. Τα  μεσοαστικά  κόμματα  αποκήρυξαν  τον  ναζιστικό  «σοσιαλισμό»  και  τα  «κηρύγματα  περί  επανάστασης», χαρακτηρίζοντας  τους  ναζί  ως  αριστερούς  που  πήγαιναν  «χέρι-χέρι»  με  τους   κομουνιστές, αλλά  η  απήχηση  τέτοιων  απόψεων  ελαττωνόταν.  Παράλληλα, όλα  τα  μεσοαστικά  κόμματα, με  την  εξαίρεση  του  Καθολικού  Κέντρου, διασπάστηκαν. Οι  αποσχισθέντες  δημιούργησαν  νέες  ομάδες  και  μετακινήθηκαν  περισσότερο  προς  τα  δεξιά.
Το  μόνο  κόμμα  που  παρουσίασε  αξιοσημείωτη  αύξηση  ψήφων, εκτός  των  ναζί, ήταν  οι  κομουνιστές. Οι  κομμουνιστές  έβλεπαν  πάντα  ως  κύριους  εχθρούς  τους  τους  σοσιαλδημοκράτες, και  μερικές  φορές  συνεργάστηκαν  με  τους  ναζί  εναντίον  του  υπάρχοντος  δημοκρατικού  συστήματος. Την  ίδια  στιγμή, έχοντας  επίγνωση  του  ότι  οι  ναζί  αύξαναν  την  απήχησή  τους  μέσα  στους  εργάτες, χρησιμοποίησαν  και  αυτοί  την  ίδια  δημαγωγική  εθνικιστική  ιδεολογία. Η  καθημερινή  σοσιαλιστική  εφημερίδα  Vorwarts  (Εμπρός), όταν  οι  κομουνιστές  υιοθέτησαν  την  τακτική  του  «ενωμένου μετώπου  από  τα  κάτω»  προσπαθώντας  να  κερδίσουν  με  το  μέρος  τους  φιλοναζιστές  εργάτες  μέσα  από έναν  μικρό  αριθμό  κοινών  πρωτοβουλιών  με  τους  ναζί, διαμαρτυρόταν  ότι  οι  κομμουνιστές  είχαν  γίνει  «περισσότερο  εθνικοσοσιαλιστές  από  τους  ναζί». Αυτό  όμως  δεν  ωφέλησε  καθόλου  τους  κομουνιστές.
Η  πολιτική  βία  αυξανόταν  σταθερά  από  το  1928  έως  το  1933, εντεινόμενη  κατά  τη  διάρκεια  των  μαζικών  κινητοποιήσεων  του  1930  και  συνεχίζοντας  με  τους  ίδιους  ρυθμούς  εξάπλωσης  και  μετά. Οι  βίαιες  ενέργειες  περιελάμβαναν  κυρίως  zusammenstosse, ή  συγκρούσεις  συμμοριών, ανάμεσα  στους  ναζί  και  τους  κομουνιστές, αν  και  οι  ναζί  μερικές  φορές  επιτίθενταν  κι  εναντίον  σοσιαλιστών, που  έδειχναν  μεγαλύτερη  απροθυμία  να  εμπλακούν  σε  βίαιες  ενέργειες  από  ό,τι  οι  κομουνιστές. Η  γενικευμένη  τρομοκρατία  ή  οι  προγραμματισμένες  δολοφονίες  ηγετικών  προσωπικοτήτων  δεν  περιλαμβάνονταν  στις  βίαιες  τακτικές  αυτών  των  ομάδων. Οι  βίαιες  ενέργειες  είχαν  να  κάνουν  μ’ έναν  αυξανόμενο  αριθμό  συμπλοκών, χτυπημάτων  και  δολοφονιών  στους  δρόμους  των  μεγάλων  πόλεων,  και  μερικές  φορές  σε  πολιτικές  συγκεντρώσεις  και  ταβέρνες.  Υπό  κανονικές  συνθήκες, στόχος  δεν  ήταν  η  δολοφονία  του  εχθρού, και  πολλές  συρράξεις  είχαν  ως  αποτέλεσμα  μικροτραυματισμούς. Οι  Γερμανοί  κομουνιστές  ήταν  πάντα  πρόθυμοι  να  προχωρήσουν  σε  βίαιες  ενέργειες. Αν  και  συμμετείχαν  σε  μερικές  κοινές  απεργιακές  κινητοποιήσεις  και  πολιτικές  πρωτοβουλίες  με  τους  ναζί, συνήθως  προχωρούσαν  σε  δικές  τους  ανεξάρτητες  επιθετικές  πρωτοβουλίες, που  μερικές  φορές  συμπεριελάμβαναν  βίαιες  τακτικές.
Οι  στόχοι  του  Χίτλερ  όταν  κατέλαβε  την  εξουσία  ήταν  πολύ  καθαρότεροι  από  του  Μουσολίνι. Το  μονοκομματικό  κράτος  και  η  πολιτική  δικτατορία  επετεύχθησαν  μέσα  σε  πεντέμισι  μήνες  αντί  για  τρία  χρόνια. Το  νέο  καθεστώς  μερικές  φορές  αποκαλούνταν  «ολικό  κράτος»  και  «κράτος  του  Fuhrer», αλλά  ο  προερχόμενος  από  την  Ιταλία  όρος  ολοκληρωτικό  σπάνια  χρησιμοποιούνταν.
Ο  Χίτλερ  αντιλαμβανόταν  τον  εθνικοσοσιαλισμό  ως  αδιάλειπτη  επαναστατική  διαδικασία, επιδίωκε  όμως  μια  επανάσταση  ιδιαίτερου  τύπου – τη  φυλετική  επανάσταση.  Στην  πορεία, άρχισε  να  περιφρονεί  τελείως  την  αριστοκρατία, τους  ηγέτες  των  επιχειρηματιών  και  όλες  τις  παλιές  ελίτ, οι  οποίες  θα  έπρεπε  να  αντικατασταθούν  από  τις  νέες  φυλετικές  ελίτ  του  καθαρού  γερμανικού  Volk. Αυτό  απαιτούσε  επίσης  μια  revolution  der  Gesinnung  (επανάσταση  στα  αισθήματα), με  την  οποία  οι  Γερμανοί θα  ανέπτυσσαν  όχι  μόνο  μια  εξαγνισμένη  φυλή, αλλά  κι  έναν  καινούργιο  τρόπο  σκέψης  και  πνεύματος.  Σύμφωνα  με  τον  Χίτλερ, «αυτοί  που  στον  εθνικοσοσιαλισμό  βλέπουν  μόνο  ένα  πολιτικό  κίνημα, δεν  ξέρουν  τίποτα  γι’  αυτόν.  Είναι  κάτι  περισσότερο  κι  από  θρησκεία. Θα  δημιουργήσει  έναν  καινούργιο  άνθρωπο».
Δεν έμπαινε ζήτημα κάποιας άμεσης ολοκληρωτικής  κοινωνικοοικονομικής  επανάστασης, όπως  στη  Σοβιετική  Ένωση, αφού  αυτό  δεν  συγκαταλεγόταν  στους  βασικούς  στόχους  του  Χίτλερ. Ο  εθνικοσοσιαλισμός  ήρθε  στην  εξουσία  σε  μια  ανεπτυγμένη  κοινωνία  σε  κατάσταση  πολιτικής  αποσύνθεσης. Όμως  οι  υπόλοιποι  θεσμοί  και  οι  δομές  αυτής  της  κοινωνίας  παρέμεναν  ανεπτυγμένοι  και  άθικτοι.  Ο  μετασχηματισμός  τους  έπρεπε  να  περιμένει  την  ολοκλήρωση  των  βασικών  στόχων  του  Χίτλερ, οι  οποίοι  απαιτούσαν  την  αντιστροφή  της  λενινιστικής-σταλινικής  προτεραιότητας  της  εσωτερικής  επανάστασης.  Την  προηγούμενη  δεκαετία, οι  εξωτερικοί  περιορισμοί  της  σοβιετικής  εξουσίας  εξανάγκασαν  τον  Στάλιν  να  επικεντρώσει  στην  εσωτερική  «σοσιαλιστική  επανάσταση  σε  μια  μόνο  χώρα».  Αντιστρόφως, ο  Χίτλερ  μπορούσε  να  πραγματοποιήσει  τον  τελικό  του  στόχο  της  πλήρους  φυλετικής  επανάστασης  μόνο  με  εξωτερική  επέκταση. Πίστευε  ότι  θα  είχε  μόνο  μια  σύντομη  ευκαιρία – ίσως  κάτι  περισσότερο  από  μια  δεκαετία – για  να  κυριεύσει  την  Ευρώπη  και  να  κατακτήσει  το  Lebensraum  που  χρειαζόταν  για  τη  φυλετική  του  επανάσταση. Γι’ αυτό  ο  Χίτλερ  θέλησε  να  αναπτύξει  γρήγορα  μια  λειτουργική  δικτατορία  που  θα  του  επέτρεπε  να  επικεντρωθεί  στη  στρατιωτική  επέκταση  σε  λιγότερο  από  μια  δεκαετία. Αυτό  απαιτούσε  την  απόλυτη  υποταγή  όλων  των  άλλων  ελίτ  σ’ αυτό  το  σύστημα, αλλά, για  την  ώρα, όχι  και  την  εξάλειψή  τους.
Πολλά  έχουν  λεχθεί  από  μαρξιστές  σχολιαστές, στη  διάρκεια  της  δεκαετίας  του  ’30  και  για  μισό  αιώνα  σχεδόν  μετά, γύρω  από  την  υποτιθέμενη  κυριαρχία  του  κεφαλαίου  επί  της  γερμανικής  οικονομίας  υπό  τον  εθνικοσοσιαλισμό, όταν  στην  πραγματικότητα  η  αλήθεια  βρίσκεται  σχεδόν  στο  άλλο  άκρο. Είναι  πολύ  σημαντικό  «να  διαχωρίσουμε  τα  τυχαία  ωφελήματα  που  οι  καπιταλιστές  απολάμβαναν  λόγω  της  ναζιστικής  εξουσίας  και  την  πραγματική  ταυτότητα  συμφερόντων  μεταξύ  της  βιομηχανίας  και  του  ναζιστικού  καθεστώτος». Ο  Άλαν  Μίλγουορντ, που  είναι  ίσως  ο  πιο  συστηματικός  μελετητής  της  συγκριτικής  φασιστικής  πολιτικής  οικονομίας, κρίνει  ότι  «η  καινούργια [φασιστική]  κυβέρνηση  δεν […]  “διατήρησε  το  καπιταλιστικό  σύστημα”. Άλλαξαν  τους  όρους  του  παιχνιδιού, και  το  αποτέλεσμα  ήταν  η  ανάδυση  ενός  καινούργιου  συστήματος». Και  προσθέτει: «Τελικά  είναι  αυτή  η  εμμονή  στην  επανάσταση  με  οποιοδήποτε  κόστος, η  πλήρης  άρνηση  συμβιβασμού, το  γεγονός  ότι  ο  Χίτλερ  στην  Τελική  Διαθήκη  του  έδωσε  πολύ  μεγάλη  έμφαση  στην  εξάλειψη  των  Εβραίων, που  κάνει  τον  ιστορικό  να  κλείνει  προς  την  άποψη  ότι  υπήρχε  μια  θεμελιώδης  ασυμβατότητα  ανάμεσα  στις  φασιστικές  αντιλήψεις  και  τις  φιλοδοξίες  των  μεγάλων  επιχειρήσεων».
Οι  εθνικοσοσιαλιστές,  όπως  και  οι  περισσότερες  γερμανικές  εθνικιστικές  ομάδες  πριν  από  αυτούς, ανακήρυξαν  τη  γερμανική  κοινωνία  ως  Volksgemeinschaft, ή  «κοινότητα  του  λαού», η  οποία  θα  ένωνε  όλους  τους  αληθινούς  Γερμανούς  και  θα  ξεπερνούσε  όλες  τις  παλιές  διαφορές. Στόχος  δεν  ήταν  η  απόλυτη  κοινωνική  ισότητα, αλλά  ένα  σύστημα  οργανωμένης  ενότητας  όπου  οι  διάφοροι  τομείς  της  κοινωνίας  θα  συνεργάζονταν  αρμονικά  για  να  ικανοποιήσουν  τις  ανάγκες  όλων.  Αυτό  θα  επέτρεπε  επίσης  την  άνευ  προηγουμένου  κοινωνική  κινητικότητα  και  μια  σχετικά  μεγαλύτερη  ισότητα  πρόσβασης  σε  καινούργιες  ευκαιρίες. Με  τη  Fuhrerprinzip  να  μετακυλίεται  σε  πολλά  επίπεδα, η  ναζιστική  Γερμανία  έγινε  ένα  «έθνος  ηγετών». Τα  χειροπιαστά  αποτελέσματα  θα  φαίνονταν, πρώτον, στην  πλήρη  απασχόληση  και, δεύτερον, σ’ ένα  είδος  ψυχολογικής  επανάστασης  όσον  αφορά  το  κύρος, και  όχι  το  εισόδημα, στην  οποία  οι  Γερμανοί  έγιναν  κοινά  μέλη  μιας  καινούργιας  φυλετικής  ελίτ. Το  σύνηθες  σύνθημα  «Το  κοινό  συμφέρον  πριν  από  το  ατομικό  συμφέρον»  έκανε  έκκληση  στον  ιδεαλισμό  και  την  αυτοθυσία – μερικές  από  τις  υψηλότερες  αξίες  της  γερμανικής  θρησκείας  και  του  πολιτισμού –, ενώ  επέβαλλε  και  πάλι  την  πειθαρχία  και  την  αλληλεγγύη. Στο  τέλος  αυτά  θα  είχαν  ως  αποτέλεσμα  τη  γέννηση  του  Γερμανού  και  φυλετικά  «καινούργιου  ανθρώπου», με  καινούργια  συνείδηση  και  καινούργια  αυτοεικόνα. Είναι  βολικό  να  ξεχνάμε  ότι  η  Fuhrerprinzip  είναι  κατεξοχήν  ρουσοϊκή  ιδέα. «Στην  αντίληψη  του  Ρουσώ, μόνον  ένας  ηγέτης  με  θεϊκή  ευφυΐα  θα  μπορούσε  να  θεμελιώσει  το  κράτος  όπου  οι  άνθρωποι  θα  ήταν  ελεύθεροι, αν  και  με  εξαναγκασμό, και  να  καθορίσει  τι  είναι  η  γενική  βούληση». L.J. Halle, The Ideological Imagination (Λονδίνο, 1971), 36.
Δεν  ήταν  τα  οικονομικά  επιτεύγματα  αλλά  οι  «μεγάλες  πολιτιστικές  καινοτομίες», μεταξύ  των  οποίων  συμπεριλαμβάνονταν  και  οι  καινούργιες  τεχνολογικές  κατακτήσεις, που  μετρούσαν  στα  μυαλά  των  ηγετών  και  μεγάλων  τμημάτων  του  πληθυσμού  ως  αντιπροσωπευτικά  της  πραγματικής  “παρουσίας  της  τέχνης  και  της  κοινότητας”». Η  εκμετάλλευση  των  μέσων  μαζικής  επικοινωνίας  ήταν  ένα  από  τα  χτυπητά  χαρακτηριστικά  της  ναζιστικής  πολιτιστικής  κινητοποίησης, και  στην  πορεία  ο  Δρ. Πάουλ  Γιόζεφ  Γκέμπελς  έγινε  ο  πιο  διάσημος  Υπουργός  Προπαγάνδας  του  αιώνα.  Η  άμεση  προπαγάνδα, είτε  ομιλούσα  είτε  τυπωμένη, ήταν  μονάχα  η  μία  πλευρά  μιας  ευρύτερης  επίθεσης  στο  μυαλό  και  τις  αισθήσεις  για  να  δημιουργηθεί  η  καινούργια  ψυχολογία  και, τέλος, ο  «καινούργιος  άνθρωπος».  Η  δημόσια  κουλτούρα, η  τέχνη  και  η  προπαγάνδα  σχεδιάστηκαν  τόσο  για  να  συγκαλύπτουν  όσο  και  για  να  πείθουν, και  παρόλο  που  δεν  τους  έπειθαν  όλους, τα  αποτελέσματά  τους  ήταν  ωστόσο  εντυπωσιακά.
Ενώ  η  σοβιετική  πολιτική  για  τις  τέχνες  επικεντρώθηκε  περισσότερο  στη  λογοτεχνία, η  ναζιστική  πολιτική  έδειχνε  ιδιαίτερη  εκτίμηση  για  τις  οπτικές  τέχνες, αντανακλώντας  τις  προσωπικές  προτεραιότητες  του  Χίτλερ, ο  οποίος  αναφέρεται  ότι  είπε  πως  «η  τέχνη  είναι  η  μοναδική  αληθινή  διαρκής  επένδυση  της  ανθρώπινης  εργασίας».  Το  Τρίτο  Ράιχ  άρχισε  έτσι  πολύ  γρήγορα  να  θέτει  τους  κανόνες  που  ρύθμιζαν  το  δικό  του  στιλ  της  φυλετικής  τέχνης, αν  και  δεν  πήρε  ποτέ  έναν  επίσημο  τίτλο  όπως  ο  «σοβιετικός  ρεαλισμός». Η  ναζιστική  τέχνη  έτεινε  στη  δημιουργία  ρομαντικοποιημένων  παραλλαγών  του  ρεαλισμού, που  συνοδεύονταν  συχνά  από  νεοκλασικά  μοτίβα  στην  αρχιτεκτονική. Ενώ  το  σοβιετικό  στιλ  έτεινε  προς  το  ηρωικό  και  το  συναισθηματικό, το  ναζιστικό  ήταν  ρομαντικό  και  ηρωικό, με  μια  γερή  δόση  ωμότητας  στην  έκφραση.  Εξέφραζε  τη  συνηθισμένη  θεματολογία  της  «ολοκληρωτικής  τέχνης» : ηγέτες, ήρωες, μάχες, ιστορικές  θεματολογίες, η  εργασία  ως  αγώνας  και  ευχαρίστηση  και  ο  κοινός  Volk, ιδιαίτερα  οι  αγρότες. Η  ναζιστική  τέχνη  έδινε  έμφαση  στο  γυμνό  ως  αποκάλυψη  της  φυλής  (κάτι  που  η  σοβιετική  τέχνη  δεν  τόνιζε  καθόλου, αφού  η  απουσία  ενδυμάτων  συσκότιζε  την  ταξική  καταγωγή). Η  ναζιστική  και  η  σοβιετική  τέχνη  βρέθηκαν  η  μία  απέναντι  στην  άλλη  σε  δύο  μεγάλα  κτήρια  το  1937  στη  Διεθνή  Έκθεση  του  Παρισιού, και  αργότερα, μετά  το  ναζιστικό-σοβιετικό  σύμφωνο, ο  ίδιος  ο  Στάλιν  έδειξε  πρόσκαιρο  ενδιαφέρον  για  τη  ναζιστική  τέχνη, οργανώνοντας  μια  ιδιωτική  έκθεση  για  τον  εαυτό  του  στη  Μόσχα.
Η  ναζιστική  τέχνη  και  κουλτούρα  ήταν  επίσης  ελκυστικές  γιατί  εκθείαζαν  τις  αγαπημένες  θεμελιακές  αξίες  της  γερμανικής  ζωής: σκληρή  δουλειά, πειθαρχία, καθαριότητα, οικογενειακή  ακεραιότητα. Όλα  αυτά  αντανακλούσαν  μια  καινούργια  σύνθεση  μεταξύ  ατόμου  και  κοινότητας, αν  και  η  σημασία  αυτών  των  εννοιών  άλλαξε  πάρα  πολύ λόγω  της  επιθετικής  φυλετικής  πολιτικής  του  εθνικοσοσιαλισμού.
Σ’ αυτές  συμπεριλαμβάνονταν  η  ιδέα  του  έθνους  ως  μίας  ανώτερης  ιστορικής  δύναμης, η  αντίληψη  ότι  η  ανώτερη  πολιτική  αρχή  απορρέει  από  τη  γενική  βούληση  του  λαού, και  η  ιδέα  των  εγγενών  φυλετικών  διαφορών  στον  ανθρώπινο  πολιτισμό123. Αυτές  οι  ιδέες  απέρρεαν  συγκεκριμένα  από  την  ανθρωπολογία  του  Διαφωτισμού, που  απέρριπτε  την  προνεωτερική  θεολογία, τις  κοινές  ρίζες  και  τα  υπερβατικά  συμφέροντα  του  ανθρώπινου  είδους. Η  λατρεία  της  βούλησης  είναι  η βάση  της  νεωτερικής  κουλτούρας, και  ο  Χίτλερ  απλώς  την  τράβηξε  ως  τα  άκρα. Ο  ορισμός  του  ίδιου  του  εθνικοσοσιαλισμού  ως  της  «βούλησης  για  τη  δημιουργία  ενός  καινούργιου  ανθρώπου»  κατέστη  δυνατός  μόνο  μέσα  στο  πλαίσιο  του  20ου  αιώνα, αφού  ήταν  μια  τυπικά  νεωτερική  και  αντιπαραδοσιακή  ιδέα. Το  ίδιο  ισχύει  και  για  τη  ναζιστική  αναζήτηση  της  ακραίας  αυτονομίας, της  ριζοσπαστικής  ελευθερίας  για  τον  γερμανικό  λαό.  Ο  Χίτλερ  ώθησε  τη  νεωτερική  επιδίωξη  της  κατάργησης  των  ορίων  και  της  τοποθέτησης  ανώτερων  ορίων  σε  πρωτοφανή  επίπεδα. Διότι  κανένα  άλλο  κίνημα  δεν  επέτρεψε  στο  νεωτερικό  δόγμα  «παν  μέτρον  άνθρωπος»  να  κυριαρχήσει  σε  τέτοια  έκταση. Ο  Ντάνιελ  Μπελ  έχει  τονίσει  ότι  πάντα  η  εγωκεντρικά, υποκειμενική  κουλτούρα  δίνει  έμφαση  στο  «θρίαμβο  της  βούλησης» - μία  από  τις  πιο  συνήθεις  ναζιστικές  αντιλήψεις - κι  ότι  ο   Χίτλερ  ήταν   ένα  ακόμα  τυπικό  προϊόν  της  νεωτερικότητας.


Λέγεται  ότι  η  εναντίωση  των  ναζί  στις  πόλεις  ήταν  βαθιά  αντιδραστική, όμως  η  ριζοσπαστική  εναντίωση  στις  πόλεις  έχει  γίνει  ένα  από  τα  κυριότερα  ρεύματα  στα  τέλη  του  20ού  αιώνα. Στην  πραγματικότητα, παρόλο  που  η  γερμανική  οικονομία  του  πολέμου  προωθούσε  de facto  την  αστικοποίηση  και  την  επέκταση  της  εκβιομηχάνισης  μάλλον  παρά  το  αντίθετο, ο  τελικός  στόχος  των  Ναζί  ήταν  να  ισορροπήσουν  το  αγρόκτημα  με  το  εργοστάσιο.  Όταν  οι  φιλελεύθεροι  εκφράζουν  έναν  τέτοιο  στόχο, τότε  αυτός  ο  στόχος  συχνά  θεωρείται  ως  το  ανώτατο  επίπεδο  του  διαφωτισμού  και  του  εκλεπτυσμού. Τελικά  ο  Χίτλερ  ήταν  πολύ  πιο  μπροστά  από  την  εποχή  του  στο  ενδιαφέρον  του  για  την  οικολογία, τη  μόλυνση  και  τις  περιβαλλοντικές  μεταρρυθμίσεις.
Ο  εθνικοσοσιαλισμός  στην  πραγματικότητα  ήταν  ένα  ιδιαίτερο  και  ριζοσπαστικό  είδος  σύγχρονης  επαναστατικής  δράσης. Αλλά, πάλι, αυτή  η  ερμηνεία  αμφισβητείται  ιδιαίτερα, επειδή  πολλοί  σχολιαστές  θεωρούν  τον   εθνικοσοσιαλισμό ως  ένα  «κίνημα  εναντίον  της  νεωτερικότητας» (που  συχνά  απλώς  σημαίνει  αντιφιλελεύθερο), και  ισχυρίζονται  ότι  οπωσδήποτε  ήταν  «αντιδραστικό», μη  επαναστατικό. Μια  τέτοια  προσέγγιση  ακολουθούν, πολύ  πιο  πεισματικά, οι  αριστεροί  σχολιαστές, λόγω  της  a  priori  υπόθεσής  τους  ότι  η  έννοια  της  επανάστασης  θα  πρέπει  να  αναφέρεται  ipso  facto  στην  καλή  επανάσταση, τη  θετική  και  τη  δημιουργική  επανάσταση. Αλλά  βέβαια  οι  επαναστάσεις  συχνά  είναι  καταστροφικές.
Για  τους  οπαδούς  των  αντιαποικιακών  και  μειονοτικών  «εθνικοαπελευθερωτικών»  επαναστάσεων  θα  πρέπει  να  τονίσουμε  ότι  κατά  τη  διάρκεια  του  Β΄ Παγκοσμίου  Πολέμου  η  προώθηση  των  εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων  ανάμεσα  στους  αποικιοκρατούμενους  και  μειονοτικούς  λαούς  ήταν  σχεδόν  αποκλειστικά  έργο  των  δυνάμεων  του  Άξονα. Στα  δώδεκα  χρόνια  που  ήταν  στην  εξουσία, ο  Χίτλερ  επηρέασε  πολύ  πιο  βαθιά  τον  κόσμο  από  κάθε  άλλον  επαναστάτη  του  20ού  αιώνα, πολύ  περισσότερο  επειδή, όπως  ο  Γιουτζίν  Βέμπερ  και  άλλοι  έχουν  τονίσει, οι  πόλεμοι  συνιστούν  τις  κυριότερες  επαναστατικές  διαδικασίες  του  αιώνα.
Ο  Ζακ  Ελούλ  επιμένει  ότι :
«Αυτοί  που  έχουν  μελετήσει  καλά  την  περίοδο  του  Μεσοπολέμου  είναι  πεπεισμένοι  ότι  ο  εθνικοσοσιαλισμός  ήταν  μια  σημαντική  και  αυθεντική  επανάσταση. Ο  Ντε  Ρουγκεμόν  τονίζει  πως  ο  Χίτλερ  και  το  γιακωβίνικο  καθεστώς  ήταν  ταυτόσημα  σε  όλα  τα  επίπεδα. Ο  Ρ. Λαμπρούς, μια  αυθεντία  στη  Γαλλική  Επανάσταση, το  επιβεβαιώνει, για  να  αναφέρω  μόνο  δύο  γνώμες […].
Η  πρακτική  του  να  «κατηγοριοποιούμε», και  άρα  να  απορρίπτουμε, το  ναζισμό  θα  πρέπει  να  σταματήσει, γιατί  αυτό  στην  πραγματικότητα  αντιπροσωπεύει  μια  φροϊδική  απώθηση  από  τη  μεριά  των  διανοουμένων, οι  οποίοι  αρνούνται  να  αναγνωρίσουν  το  τι  ήταν.  Άλλοι  βάζουν  στο  ίδιο  τσουβάλι  τα  ναζισμό, τη  δικτατορία, τις  σφαγές, τα  στρατόπεδα  συγκέντρωσης, και  την  τρέλα  του  Χίτλερ. Αυτά  περίπου  καλύπτουν  το  θέμα. Ο  ναζισμός  ήταν  μεγάλη  επανάσταση: εναντίον  της  γραφειοκρατίας, εναντίον  της  άνοιας, χάριν  της  νεολαίας. Εναντίον  των  περιχαρακωμένων  ιεραρχιών, εναντίον  του  καπιταλισμού, εναντίον  της  μικροαστικής  νοοτροπίας, εναντίον  της  άνεσης  και  της  ασφάλειας, εναντίον  της  καταναλωτικής  κοινωνίας, εναντίον  της  παραδοσιακής  ηθικής. Για  την  απελευθέρωση  του  ενστίκτου, της  επιθυμίας, του  πάθους, της  βούλησης  για  δύναμη  και  δημιουργία  μιας  ανώτερης  κλάσης  ελευθερίας». ( J. Ellul, Autopsy  of  Revolution (Νέα  Υόρκη, 1971), 288. Στο  The  Phenomenon  of  Revolution (Νέα  Υόρκη, 1974), ο  Mark  Hagopian  κατέληξε  στο  συμπέρασμα  ότι  «το  ερώτημα  γύρω  από  την  επαναστατική  φύση  του  φασισμού  είναι  δύσκολο  να απαντηθεί», αλλά  «τα  δώδεκα  χρόνια  του  Τρίτου  Ράιχ  αντιπροσωπεύουν  μια  καθοριστική  επαναστατική  ώση» (363, 358).
Η  έννοια  του  ολοκληρωτισμού  είναι  και  έγκυρη  αλλά  και  χρήσιμη, αν  οριστεί  με  την  ακριβή  και  κυριολεκτική  σημασία  του  κρατικού  συστήματος  που  επιχειρεί  να  ασκήσει  άμεσο  έλεγχο  πάνω  σε  όλες  τις  σημαντικές  λειτουργίες  των  κυριότερων  εθνικών  θεσμών, από  την  οικονομία  και  τις  ένοπλες  δυνάμεις  μέχρι  το  δικαστικό  σύστημα, τις  εκκλησίες  και  τον  πολιτισμό. Υπ’  αυτή  την  έννοια, το  καθεστώς  του  Μουσολίνι  δεν  ήταν  καθόλου  ολοκληρωτικό, καθώς  επίσης  το  χιτλερικό  σύστημα  απέτυχε  να  εφαρμόσει  τον  τέλειο  ολοκληρωτισμό, αν  και  στην  τελευταία  του  φάση  πλησίαζε  όλο  και  κοντύτερα. Μ’  αυτή  την  άποψη  συμφωνεί  και  η  Χάνα  Άρεντ, που  παρατηρεί  ότι, αν  λάβουμε  υπόψη  μας  την  αντιστροφή  των  λενινιστικών-σταλινικών  επαναστατικών  προτεραιοτήτων  από  τον  Χίτλερ, η  τελειοποίηση  του  ναζιστικού  ολοκληρωτισμού  σε  κάτι  αντίστοιχο  με  το  σοβιετικό  μοντέλο  θα  μπορούσε  να  είχε  γίνει  μόνο  μετά  τη  νίκη  στον  πόλεμο. Άλλωστε,  μόνο  ένα  σοσιαλιστικό  ή κομουνιστικό  σύστημα  θα  μπορούσε  να  επιτύχει  τον  τέλειο  ολοκληρωτισμό, αφού  ο  ολικός  έλεγχος  απαιτεί  επαναστατική  αλλαγή  όλων  των  θεσμών, που  μπορεί  να  εφαρμοστεί  μόνο  υπό  τον  κρατικό  σοσιαλισμό. Ο  σοσιαλισμός  δεν  είναι  κατ’  ανάγκην  ολοκληρωτικός, αλλά  ο  ολοκληρωτισμός  είναι  κατ’ ανάγκην  σοσιαλιστικός, και  ο  εθνικοσοσιαλισμός  πριν  από  το  1945, με  τη  διπλή  προσέγγισή  του, δεν  θα  μπορούσε  ποτέ  να  εγκαθιδρύσει  ένα  ολοκληρωμένο  μοντέλο, ακόμα  κι  αν  το  επιθυμούσε.
Ο  Χίτλερ  σκόπιμα  απέφυγε ένα  τελείως  συγκεντρωτικό  και  ορθολογικό  γραφειοκρατικό  σύστημα – κάτι  τελείως  ξένο  στο  δικό  του  modus  operandi – , αλλά  οι  αυτόνομοι  χώροι  που  επέτρεψε  να  δημιουργηθούν  μέσα  στο  ναζιστικό  σύστημα, είτε  λόγω  σχεδιασμού  είτε  λόγω  παραδρομής  ή  αναγκαιότητας, δεν  ελάττωσαν  την  αξιοσημείωτη  ισχύ  της  προσωπικής  του  δικτατορίας  για  την  εφαρμογή  των  προτεραιοτήτων  του.
Η  χιτλερική  ιδεολογία  θεμελιώθηκε  πάνω  στον  μυστικιστικό  νορδικό(βόρειο)  φυλετισμό, κάτι  όχι  απλώς  άγνωστο  στους  Ιταλούς  φασίστες, αλλά  για  το  οποίο  δεν  είχαν  τα  προσόντα. Η  χιτλερική  ιδεολογία  έτεινε  προς  την  επαναστατική  αποκλειστικότητα, ενώ  αυτή  του  φασισμού  ήταν  πιο  επεξεργασμένη  και  επιλεκτική, και  πολύ  γρήγορα  ομολόγησε  τη  σχέση  της  με  ευρύτερα  ρεύματα  της  δυτικής  παράδοσης. Αυτό  δηλωνόταν  από  τον  Μουσολίνι  και τον  Τζοβάνι  Τζεντίλε  στο  άρθρο  τους  «Fascismo»  για  την  Enciclopedia  Italiana  του  1932: «Η  φασιστική  άρνηση  του  σοσιαλισμού, της  δημοκρατίας  και  του  φιλελευθερισμού  δεν  θα  πρέπει, εντούτοις, να  ερμηνευθεί  ότι  υπονοεί  την  επιθυμία  να  ωθήσουμε  τον  κόσμο  πίσω  σε  πριν  το  1789  θέσεις. Ο φασισμός  χρησιμοποιεί  για  την  οικοδόμησή  του  όλα  τα  στοιχεία  από το  φιλελεύθερο, σοσιαλιστικό  ή  δημοκρατικό  δόγμα  που έχουν  κάποια  ζωντανή  αξία.  Κανένα  δόγμα  δεν  έχει  γεννηθεί  από  το  τίποτα, ολότελα  ορισμένο  και  χωρίς  να  χρωστάει  τίποτα  στο  παρελθόν. Κανένα  δόγμα  δεν  μπορεί  να  καυχιέται  ότι είναι  εντελώς  πρωτότυπο.  Αναγκαστικά  πάντα  θα  προέρχεται  από  κάπου, και  από  ιστορικής  απόψεως  ακόμα, από  δόγματα  που  έχουν  προηγηθεί  στο  παρελθόν  και  αναπτύσσονται  σε  άλλα  δόγματα  που θα  ακολουθήσουν».
Ο  Μουσολίνι  επέμενε  ότι  ο  φασισμός  ενσωμάτωνε  πολλά  στοιχεία  από  το  φιλελευθερισμό, το  συντηρητισμό  και  το  σοσιαλισμό  σε  μια  ανώτερη  σύνθεση. Ο  Χίτλερ  απαιτούσε  την  επαναστατική  απόρριψη  όλων  των  ανταγωνιστικών  δογμάτων. Όλοι  οι  φιλόδοξοι  επαναστάτες  στοχεύουν  στον  «καινούργιο  άνθρωπο».  Ο  καινούργιος  άνθρωπος  του  εθνικοσοσιαλισμού  θα  ήταν  ένα  νέο  βιολογικό  προϊόν  καθώς  και  ένα  καινούργιο  πολιτιστικό  προϊόν. Αντιστρόφως, ο  Μουσολίνι  βασιζόταν  στην  εξάσκηση, την  εμπειρία  και  την  εκπαίδευση.
Η  εξωτερική  πολιτική  του  Χίτλερ  υπερέβαινε  τον  παραδοσιακό  γερμανικό  επεκτατισμό  και  τους  γερμανικούς  ιμπεριαλιστικούς  στόχους, και  επιχείρησε  τη  φυλετική  αναδιαμόρφωση  της  Ευρώπης. Οι  φιλοδοξίες  του  Μουσολίνι, αν  και  σημαντικές, παρέμειναν  σε  μεγάλο  βαθμό  μέσα  στην  τροχιά  της  παραδοσιακής  ιταλικής  εθνικιστικής-ιμπεριαλιστικής πολιτικής, στοχεύοντας  στην  αποικιακή  εξάπλωση  και  την  εκμετάλλευση  της  περιορισμένης  σύγκρουσης  μέσα  στην  περιοχή  της  Μεσογείου.
Αυτές  οι  διαφορές, με  τη  μία  ή  την  άλλη  μορφή, γίνονταν  αισθητές  από  τους  φασίστες  και  τους  ναζί  και  εκφράστηκαν  με  πολλούς  τρόπους  σε  όλη  τη  διάρκεια  της  ύπαρξης  των  δύο  κινημάτων. Έτσι, το  1943  ο  Χίμλερ  θα  πει  και  πάλι  στα  SS: «Ο  φασισμός  και  ο  εθνικοσοσιαλισμός  είναι  δύο  θεμελιωδώς  διαφορετικά  πράγματα […]. Δεν  υπάρχει  καμιά  απολύτως  σύγκριση  μεταξύ  του  φασισμού  και  του  εθνικοσοσιαλισμού  ως  πνευματικών, ιδεολογικών  κινημάτων». E. Kohn-Branstedt, Dictatorship  and  Political  Police (Λονδίνο, 1945), που  παρατίθεται  στο  H. Arendt, The  Origins  of  Totalitarianism  (Νέα  Υόρκη, 1951), 7. Ο  Γκέμπελς, συμπεραίνοντας, έλεγε  ότι  «ο  Μουσολίνι  δεν  είναι  επαναστάτης  σαν  τον  Φύρερ  ή  τον  Στάλιν».


Με  τη  σειρά  του,  το  χιτλερικό  καθεστώς, απορρίπτοντας  το  μαρξισμό, τον  υλισμό  και  την  επίσημη  αρχή  του  γραφειοκρατικού  ολοκληρωτισμού, πήρε  διαφορετική  μορφή  από  τον  ρωσικό  κομουνισμό, παρά  το  ότι  πολλοί  κριτικοί  τα  θεωρούν  ως  ένα  υποτιθέμενα  κοινό  ολοκληρωτικό  σύστημα.  Παρ’ όλα  αυτά, σε συγκεκριμένα  σημεία, ο  εθνικοσοσιαλισμός  παρουσιάζει  περισσότερες αντιστοιχίες  με  τον  ρωσικό  κομουνισμό  απ’ ό,τι  ο  ιταλικός  φασισμός. Κάποιες  από  τις  ομοιότητες  και  τους  παραλληλισμούς  περιλαμβάνουν:
Τη  συχνή  αναγνώριση  από  τον  Χίτλερ  και  διάφορους  ναζί  ηγέτες  (καθώς  επίσης  και  από  την  Μουσολίνι)  ότι  το  μόνο  επαναστατικό  και  ιδεολογικό  τους  ταίρι  βρίσκεται  στη  Σοβιετική  Ρωσία.
Την  εγκαθίδρυση  τόσο  του  εθνικοσοσιαλισμού  όσο  και  του  ρωσικού  εθνικού  κομουνισμού  πάνω  σε  μια  επαναστατική  θεωρία  της  δράσης, η  οποία  πρέσβευε  ότι  οι  ιδεολογικές  καινοτομίες  επιβεβαιώνονται  από  την  επιτυχία  τους  στην  πράξη, καθώς  η  Σοβιετική  Ένωση  προοδευτικά  εγκατέλειπε  σημαντικά  στοιχεία  της  κλασικής  μαρξιστικής  θεωρίας.
Τα  επαναστατικά  δόγματα  της  «διαρκούς  πάλης».
Τον  άκαμπτο  ελιτισμό  και  την  «αρχή  της  ηγεσίας»: εθνικοσοσιαλιστής  ήταν  αυτός  που  ακολουθούσε  τον  Χίτλερ. Ένας  μπολσεβίκος  δεν  ήταν  κατ’ ανάγκην  μαρξιστής  αλλά  αυτός  που  ακολουθούσε  τον  Λένιν. Ένας  παράξενος  παραλληλισμός  όσον  αφορά  την  ελιτίστικη  βιολογική  σκέψη  στον  κομουνισμό  ήταν  το  «ινστιτούτο  εγκεφάλου»  που  δημιουργήθηκε  από  τον  Στάλιν  γύρω  στο  1935  για  να  διατηρήσει  και  να  μελετήσει  τους  εγκεφάλους  του  Λένιν  και  άλλων  ανώτατων  Σοβιετικών  ηγετών  (του  Στάλιν  συμπεριλαμβανομένου)  προκειμένου  να  ερευνήσει  τη  «μεγαλοφυΐα»  τους.
Την  υιοθέτηση  της  θεωρίας  του  μη  έχοντος  προλεταριακού  έθνους, την  οποία  ο  Λένιν  ασπάστηκε  αφότου  αυτή  είχε  παρουσιαστεί  στην  Ιταλία, την  οικοδόμηση  μιας  μονοκομματικής  δικτατορίας  που  θα  είναι  ανεξάρτητη  από  κάποια  συγκεκριμένη  τάξη.
Τον  υπερτονισμό  όχι  απλώς  της  πολιτοφυλακής (η  οποία  γινόταν  ένα  όλο  και  πιο  σύνηθες  φαινόμενο  στα  τέλη  του  19ου  και  στις  αρχές  του  20ού  αιώνα), αλλά  του  κόμματος-στρατού, με  τον  κανονικό  στρατό  να  ελέγχεται  από  το  κόμμα:  το  1943  ο  Χίτλερ  άρχισε  να  εισάγει  τους  «εθνικοσοσιαλιστές  αξιωματικούς  καθοδήγησης»  στον  κανονικό  στρατό, κάτι  ανάλογο  των  κομισάριων.
Την  έμφαση  στην  απόλυτη  εξουσία  και  την  ευρεία  (όχι  απλώς  ενμέρει) στρατιωτικοποίηση, αν  και  η  απουσία  ενός  ολοκληρωτικού  κρατικού  γραφειοκρατικού  συστήματος  και  οικονομίας  στη  Γερμανία  την  έκανε  αναλογικά  λιγότερο  πλήρη  απ’ ό,τι  στη  Ρωσία. Και  την  προώθηση  του  επαναστατικού  πολέμου  όποτε  αυτό  ήταν  δυνατόν  ως  εναλλακτικού  μέσου  για  την  ολοκλήρωση  και  εξισορρόπηση  της  εσωτερικής  ανάπτυξης.
Μια  φάση  Νέας  Οικονομικής  Πολιτικής  μερικού  πλουραλισμού  στην  πορεία  για  την  ολοκλήρωση  της  δικτατορίας (κάτι  που  είναι  κοινό, φυσικά, σε  όλα  τα  δικτατορικά  συστήματα, αν  και  αυτή  η  φάση  ήταν  πολύ  πιο  σύντομη  σε  χώρες  όπως  η  Κίνα  και  η  Κούβα).
Τη  διεθνή  προβολή  του  καινούργιου  ιδεολογικού  μύθου  ως  της  εναλλακτικής  λύσης  στις  κυρίαρχες  ορθοδοξίες, ικανού  να  αποσπάσει  πολύ  σημαντική  διεθνή  ανταπόκριση: παραλλαγές  της  φασιστικής  και  της  ναζιστικής  ιδεολογίας  συνέστησαν  τις  τελευταίες  αξιοσημείωτες  ιδεολογικές  καινοτομίες  του  σύγχρονου  κόσμου  μετά  το  μαρξισμό.
Δακτυλογράφηση: Βάσω  Κ.  Ηλιάδη.
Ενδεικτική βιβλιογραφία-Πηγές:
Στάνλεϊ Τζ. Πέϊν, Η  Ιστορία  του  Φασισμού  1914-1945, μετάφραση: Κώστας  Γεώρμας, πρόλογος: Στέφανος Ροζάνης, εκδόσεις  Φιλίστωρ, 2000.
http://www.el.wikipedia.org/wiki/ (Βικιπαίδεια,ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια–αναζήτησηλήμματος)
• http://www.matia.gr/library (ηλεκτρονική βιβλιοθήκη) > e-book της Αμαλίας Ηλιάδη > Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του
www.24grammata.com (ηλεκτρονική βιβλιοθήκη) > e-book της Αμαλίας Ηλιάδη > Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του
 • http://www1.ekebi.gr/fakeloi/fascism/index.htm (ψηφιακός φάκελος από την ιστοσελίδα του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου με τίτλο Ο φασισμός και ο ναζισμός στην Ευρώπη)


«Φασισμός-Κομμουνισμός στην Ευρώπη κατά το Μεσοπόλεμο: Η περίπτωση της Ελλάδος και άλλων ευρωπαϊκών και βαλκανικών κρατών»


Η ανταλλαγή αλληλοκατηγοριών και αλληλοαπορρίψεων δεν  απέτρεψαν  τη  σύσφιξη  των  σχέσεων  μεταξύ  Ιταλίας  και  Σοβιετικής  Ένωσης. Οι  επαφές  τους  ήταν  γενικά   φιλικές, και  ο  Μουσολίνι  προσέβλεπε  στο  να  πατρονάρει  τη  Ρωσία  για  να  προωθήσει  αναθεωρήσεις  στα  ευρωπαϊκά  ζητήματα, αν  και  την  ίδια  στιγμή  ανησυχούσε  μήπως  η  Κομιντέρν  γίνει  ο  επαναστατικός  ανταγωνιστής  του  φασισμού. Αν  και  η  προπαγάνδα  της  Κομιντέρν  από  πολύ  καιρό  χρησιμοποιούσε  τη  λέξη  φασισμός  προσβλητικά, η  σοβιετική  κυβέρνηση  δεν  έβλεπε  την  Ιταλία  ως  απειλή, και  το  εμπόριο  μεταξύ  των  δύο  δυνάμεων  αυξήθηκε  την  περίοδο  1930-32. Μετά  την  εμφάνιση  του  Χίτλερ, ο  Στάλιν  ήλπιζε  να  χρησιμοποιήσει  την  Ιταλία  ως  μοχλό  πίεσης  εναντίον  της  Γερμανίας.  Ένα  καινούργιο  οικονομικό  σύμφωνο  υπογράφτηκε  το  1933, κι  έπειτα  από  τέσσερις  μήνες  ακολούθησε  το  Ιταλοσοβιετικό  Σύμφωνο  Φιλίας, Ουδετερότητας  και  μη  Επίθεσης (ένα  παρόμοιο  σύμφωνο  υπογράφτηκε  τον  προηγούμενο  χρόνο  μεταξύ  Γαλλίας  και  Σοβιετικής  Ένωσης).
Καθώς  η  πολιτική  του  Μουσολίνι  γινόταν  όλο  και  πιο  επεκτατική, στη  Ρώμη  διεξάγονταν  πολλές  συζητήσεις  για  την  «επαναστατική  συγγένεια»  μεταξύ  των  δύο  καθεστώτων  και  για  τη  σοβιετική  «σύγκλιση»  με  το  φασισμό, ακόμα  και  αν  οι  καλύτεροι  Ιταλοί  θεωρητικοί  κατανοούσαν  τις  βαθιές  διαφορές  που  υπήρχαν  μεταξύ  των  δύο. Το  1933-34  τα  ιταλικά  ναυπηγεία  κατασκεύασαν  πλοία  για  τον  σοβιετικό  στόλο, πριν  η  εισβολή  στην  Αιθιοπία  απομακρύνει  και  πάλι  τα  δύο  καθεστώτα. Όμως  ακόμα  και  το  1938  ο  Μουσολίνι  αποκαλούσε  τον  Στάλιν  «κρυπτοφασίστα», και  τον  επόμενο  χρόνο ο  κυριότερος  ιδεολογικός  εκπρόσωπος  του  φασισμού, ο  Σέρτζιο  Πανούντσιο, δήλωνε  ότι  η  Σοβιετική  Ένωση  άρχισε  να  αποκτά  όλο  και  περισσότερα  φασιστικά  χαρακτηριστικά: «Η  Μόσχα  υποκλίνεται  μπροστά  στο  ακτινοβόλο  φως  της  Ρώμης. Η  Κομουνιστική  Διεθνής  δεν  μιλά  πια  στο  πνεύμα. Είναι  νεκρή». Αργότερα  ο  Μουσολίνι  έγραψε  μια  συμπαθητική  κριτική  για  το  βιβλίο  του  Renzo  Bertoni, Il  trionfo  del  fascism  nell’ URSS (Μιλάνο, 1937), στο  οποίο  ο  Renzo   επιχειρηματολογούσε  ότι  αν  και  τα  δύο  καθεστώτα  αρχικά  ακολούθησαν  διαφορετικού  τύπου  πολιτικές, οι  σοβιετικές  στρατηγικές  είχαν  καταστρέψει  την  οικονομία  και  την  οικογενειακή  ζωή, και  η  Σοβιετική  Ένωση  θα  εξαναγκαζόταν  τώρα  να  υιοθετήσει  φασιστικού  τύπου  πολιτικές.
Η περίπτωση της Ελλάδας
Η  Ελλάδα, μια  μικρή  νοτιοευρωπαϊκή  χώρα, που  για  πολύ  καιρό  ήταν  πιο  ασθενική  από  την  Πορτογαλία, χαρακτηριζόταν, παρ’ όλα  αυτά, από  τα  πιο  σοβαρά  αλυτρωτικά  προβλήματα  της  Ευρώπης. Η  αποκαλούμενη  Μεγάλη  Ιδέα  της  εδαφικής  επέκτασης  ήταν  ένα  σταθερό  γνώρισμα  της  ελληνικής  ζωής  από  την  αρχή  της  απελευθέρωσης  της  Νότιας  Ελλάδας  από  την  οθωμανική  κυριαρχία  στις  αρχές  του  19ου αιώνα. Επιπλέον, η  ήττα  της  Ελλάδας  στον  πόλεμο  με  την  Τουρκία  το  1921-23, και  η  συνεπακόλουθη  εισροή  εξαθλιωμένων  προσφύγων, δημιούργησαν  τεράστια  εθνικά  προβλήματα  και  μια  έντονη  αίσθηση  αποστέρησης  του  status  της.
Έτσι, ενώ  στην  Ελλάδα  φαινόταν  να  υπάρχουν  κάποιες  από  τις  κύριες  αναγκαίες  μεταβλητές  για  την  ανάπτυξη  του  φασισμού, έλειπαν  όμως  άλλες  πολιτικές, πολιτισμικές  και  κοινωνικές  συνιστώσες. Στο  επίπεδο  της  καθημερινής  κοινωνικής  ζωής, η  σταθερότητα  της  ελληνικής  πολιτικής  οργάνωσης  ήταν  αξιοσημείωτη, και  βασιζόταν  γερά – παρά  τη  μεγάλη  προσφυγική  μειονότητα – σε  δύο  μεγάλες  μετριοπαθείς  πολιτικές  δυνάμεις: την  Αριστερά  και  τη  Δεξιά. Το  μεγαλύτερο  μέρος  της  πολιτισμικής  ζωής  ήταν  είτε  φιλελεύθερο-προοδευτικό  είτε  ημιπαραδοσιακό, έτσι  που  οι  αληθινά  καινούργιες  ριζοσπαστικές  ιδέες  έβρισκαν  μικρό  ακροατήριο. Ο  εθνικιστικός  ριζοσπαστισμός  παρέμεινε  σε  μεγάλο  βαθμό  στα  χέρια  των  φιλελευθέρων. Παρά  τη  μεγάλη  αγροτική  μεταρρύθμιση  που  ολοκληρώθηκε  στα  μέσα  της  δεκαετίας  του  ’20, το  κοινωνικό  περιβάλλον  της  πλειονότητας  των  αγροτών, που  αποτελούσαν  την  πλειοψηφία  του  έθνους, δεν  είχε  αλλάξει  ακόμη  δραστικά. Τα  παλιά  σχήματα  των  πελατειακών  σχέσεων  επιβίωσαν  για  ένα  μεγάλο  μέρος  του  20ού  αιώνα. Ακόμα  και  οι  φιλελεύθεροι  βασίζονταν  σε  αυτές. Έτσι, η  άμεση  κινητοποίηση  των  μαζών  δεν  ήταν  ακόμα  ένα  κυρίαρχο  στοιχείο  της  πολιτικής  ζωής. Συνεπώς, παρά  τις  καλειδοσκοπικές  αλλαγές  κυβερνήσεων, η  επίμονη  παρουσία  τέτοιων  παραγόντων  απέτρεπε  το  άνοιγμα  καινούργιου  χώρου  για  ένα  φασιστικό  κίνημα.
Τελικά, η  καταστροφή  του  1922-23  είχε  ένα  ιδιαίτερο  καθαρτήριο  αποτέλεσμα, ενώ  ο  στόχος  του  να  συμπεριληφθούν  όλοι  σχεδόν  οι  Έλληνες  σε  μια  ανεξάρτητη  πατρίδα  είχε  πραγματοποιηθεί. Η  Τουρκία  ήταν  ένας  πολύ  μεγάλο  αντίπαλος  για  να  αμφισβητηθεί  και  πάλι, ιδιαίτερα  αφότου  οι  μεγάλες  δυνάμεις  έκαναν  εμφανή  την  έλλειψη  υποστήριξης  εκ  μέρους  τους. Δεν  υπήρχαν  πια  εναπομείνασες  ελληνοκατοικημένες  αλύτρωτες  περιοχές  για  την  υπόθαλψη  περαιτέρω  φιλοδοξιών, κι  έτσι  ένας  καινούργιος  φασιστικός  εθνικισμός  μπορούσε  να  αναπτυχθεί  μόνο  μέσα  από  μια  σχέση  εξάρτησης  με  άλλες  δυνάμεις. Έτσι, μετά  το  1923, η  Ελλάδα  δεν  αντιμετώπιζε  τόσο  πολλές  προκλήσεις  από  την  ύπαρξη  αλύτρωτων  εδαφών  και  είχε  πολύ  μικρή  ενθάρρυνση  από  άλλες  δυνάμεις  για  πιθανές  αλλαγές  συνόρων  ή  φιλοδοξίες  απ’ ό,τι  σε  οποιαδήποτε  άλλη  εποχή  μετά  το  1830. Μέχρι  την  εμφάνιση  της  απειλής  από  την  Ιταλία  στα  τέλη  της  δεκαετίας  του  ’30, οι  πιέσεις  της  Ελλάδας  όσον  αφορά  τη  διεθνή  της  θέση  είχαν  εκτονωθεί  σε  πολύ  μεγαλύτερο  βαθμό  απ’ ό,τι  στη  διάρκεια  του  προηγούμενου  αιώνα.
Ωστόσο, οι  πολιτικές  εξελίξεις  στην  Ελλάδα  ήταν  από  τις  πιο  ασταθείς  στην  Ευρώπη. Πριν  το  1926, η  μόνη  κοινοβουλευτική  δημοκρατία  που  την  ξεπερνούσε  σε  αστάθεια  ήταν  αυτή  της  Πορτογαλίας, ενώ  η  Ελλάδα  πήρε  τα  σκήπτρα  στη  δεκαετία  που  ακολούθησε. Αυτή  η  έντονη  αστάθεια  πήγαζε  από  πολλούς  παράγοντες. Καταρχάς  υπήρχε  η  οξεία  πόλωση  μεταξύ  των  φιλελεύθερων  δημοκρατικών  και  των  συντηρητικών  μοναρχικών, που  ήταν  πολύ  πιο  επίμονη  από  κάθε  παρόμοια  πόλωση  σε  οποιαδήποτε  νοτιοευρωπαϊκή  ή  βαλκανική  χώρα.  Ένας  δεύτερος  παράγοντας  ήταν  η  επίμονη  κυριαρχία  στην  πολιτική  σκηνή  της  πελατειακής  δομής, η  οποία  περιόρισε  τα  αποτελέσματα  της, υποτιθέμενης, καθολικής  ψηφοφορίας  των  ανδρών  που  άρχισε  να  εφαρμόζεται  από  το  1864. Ο  συνδυασμός  αυτών  των  παραγόντων  εξηγεί  ως  ένα  βαθμό  ένα  «κυκλικό»  φαινόμενο  της  ελληνικής  πολιτικής  σκηνής  μεταξύ  του  1917  και  του  1936, τη  γρήγορη  εναλλαγή  μεταξύ  βραχύβιων  πολιτικών  και  προσωρινών  στρατιωτικών  κυβερνήσεων, με  έναν  τρόπο  που  ήταν  πολύ  πιο  ακραίος  από  αυτόν  της  Πορτογαλίας  και  παρόμοιος  με  αυτόν  μιας  λατινοαμερικάνικης  χώρας, και  που  δεν  προσομοίαζε  με  οτιδήποτε  άλλο  στην  Ευρώπη. Ένας  άλλος  παράγοντας, που  έπαιξε  μικρότερο  ρόλο  στη  Νοτιοδυτική  Ευρώπη, ήταν  η  κατά  περιόδους  αποφασιστική  επιρροή  των  εξωτερικών  σχέσεων  και  της  στρατιωτικής  εμπλοκής, όπως  το  1917-23.
Η  ελληνική  κρίση  στη  διάρκεια  της  ύφεσης  είχε  κυρίως  πολιτικό  χαρακτήρα, επειδή  μετά  το  1932  ο  αντίκτυπος  της  ύφεσης  αφομοιώθηκε  πολύ  γρήγορα, καθώς  η  κυβέρνηση  σταμάτησε  τις  πληρωμές  του  εξωτερικού  χρέους  και  η  βιομηχανική  παραγωγή  προχωρούσε  με  ραγδαίους  ρυθμούς. Όμως  ο  εθνικός  διχασμός  βάθυνε  γι’ άλλη  μια  φορά. Αφότου  οι  μοναρχικοί-συντηρητικοί  κέρδισαν  και  πάλι  την  εξουσία, οι  φιλελεύθεροι  μποϊκοτάρισαν  τις  εκλογές  του  1935. Ο  στρατηγός  Γεώργιος  Κονδύλης, ένας  από  τους  ανώτερους  αξιωματικούς  που  πριν  από  μια  δεκαετία  είχε  δραστηριοποιηθεί  για  την  εξάλειψη  της  μοναρχίας, μπήκε  τότε  επικεφαλής  ενός  πραξικοπήματος  για  την  παλινόρθωσή  της. Αυτή  την  περίοδο, η  απειθαρχία  του  στρατού  ήταν  εντονότερη  από  οπουδήποτε  άλλου  στην  Ευρώπη, και  πολλαπλασιάζονταν  οι  συζητήσεις  για  την  αποτυχία  του  κοινοβουλευτικού  συστήματος  ακόμα  και  μέσα  στους  φιλελεύθερους.
Τον  Απρίλιο  του  1936, μετά  από  την  αποτυχία  των  δύο  κυριοτέρων  κομμάτων  να  φτάσουν  σε  συμφωνία, υπήρξε  η  ανάγκη  για  μια  άλλη  προσωρινή  κυβέρνηση, και  ο  βασιλιάς  Γεώργιος  διόρισε  μια  κυβέρνηση  για  την  επίβλεψη  της  τρέχουσας  κατάστασης  υπό  τον  δεξιό  εθνικιστή  στρατηγό  Ιωάννη  Μεταξά, αν  και  το  κόμμα  του  στις  εθνικές  εκλογές  τρεις  μήνες  νωρίτερα  δεν  είχε  κερδίσει  πάνω  από  το  4%  των  ψήφων. Μετά  από  μια  σειρά  μεγάλων  απεργιών, ο  Μεταξάς  κήρυξε  κατάσταση  εκτάκτου  ανάγκης, ανέλαβε  όλες  τις  κυβερνητικές  εξουσίες  και  παρέκαμψε  το  Κοινοβούλιο. Πρώτα  θέσπισε  ένα  υπουργείο  που  συνίστατο  από  «επιχειρηματίες, τραπεζίτες  και  τεχνοκράτες […], ένα  συνασπισμό  ειδημόνων  και  καθηγητών».
Τον  επόμενο  μήνα  όμως  κήρυξε  την  αντικατάσταση  του  κοινοβουλευτικού  συστήματος  από  το  «Νέο  Κράτος». Στη  συνέχεια  ανακοινώθηκε  ότι  η  κρατική  ρύθμιση  της  οικονομίας  θα  γινόταν  μέσα  από  ένα  κορπορατιστικό  πλαίσιο, αν  και  η  εφαρμογή  αυτών  των  διακηρύξεων  ήταν  ελλιπής. Το  κράτος  ανέλαβε  η  διαχείριση  των  συνδικάτων, ενώ  μέσα  από  τις  εκτεταμένες  κυβερνητικές  ρυθμίσεις, που  έβριθαν  από  ελέγχους  τιμών, έγινε  μια  προσπάθεια  ελέγχου  της  οικονομίας, με  αποτέλεσμα  τη  διατάραξή  της. Η  κοινωνική  ασφάλιση  επεκτάθηκε  κάπως. Ανακοινώθηκε  η  ανακούφιση  των  αγροτών  από  τα  μεγάλα  χρέη, αν  και  στην  πραγματικότητα  η  βιομηχανία  και  ο  χρηματικός  τομέας  ευημερούσαν  πολύ  περισσότερο  απ’ ό,τι  οι  αγρότες. Όλα  τα  πολιτικά  κόμματα  διαλύθηκαν, αν  και  ο  Μεταξάς  δεν  κατέβαλε  καμιά  προσπάθεια  για  να  δημιουργήσει  ένα  δικό  του. Η  μοναδική  μαζική  οργάνωση  που  σχημάτισε  ήταν  η  Εθνική  Οργάνωση  Νεολαίας (ΕΟΝ), που  δημιουργήθηκε  τον  Νοέμβριο  του  1936. Μέσα  σε  δύο  χρόνια  υποτίθεται  ότι  έφτασε  το  ένα  εκατομμύριο  μέλη, περιλαμβάνοντας  έτσι  τη  μεγάλη  πλειοψηφία  της  ελληνικής  νεολαίας. Η  ΕΟΝ  είχε  μόνο  ένα  μικρό  παραστρατιωτικό  παρακλάδι, αν  κι  έγιναν  κάποιες  προσπάθειες  για  τη  δημιουργία  Εργατικών  Ταγμάτων. Καθώς  περνούσαν οι μήνες, προχωρούσε  η  αντικατάσταση  των  παλιών  γραφειοκρατών από  καινούργιο  και  πιο  ριζοσπαστικό  προσωπικό.
Στις  4  Αυγούστου  του  1938, τη  δεύτερη  επέτειο  της  εγκαθίδρυσης  της  δικτατορίας, ο  Μεταξάς  «κήρυξε  τον  εαυτό  του  πολιτικό  δικτάτορα  εφ’ όρου  ζωής  με  την  έγκριση  του  στέμματος. Το  “Νέο  Κράτος”  του  διακήρυττε  το  ευαγγέλιο  του  “Ελληνισμού”  που  θα  ανύψωνε  την  Ελλάδα  μετά  από  αιώνες  παρακμής  σε  έναν “Τρίτο  Πολιτισμό” (μετά  την  κλασική  Ελλάδα  και  τη  Βυζαντινή  Αυτοκρατορία)», αν  και  η  ελληνική  φυλή  οριζόταν  περισσότερο  μέσα  από  την  κουλτούρα  και  την  ιστορία  παρά  από  τη  βιολογία.  Δεν  αναζήτησε  την  ιδεολογική  του  βάση  στον  σύγχρονο  βιταλισμό, αλλά  στη  Σπάρτη  και  το  ελληνικό  παρελθόν, δηλώνοντας  ότι  «είμαστε  υποχρεωμένοι  λοιπόν  να  πισωγυρίσουμε  για  να  επανανακαλύψουμε  τους  εαυτούς  μας», μια  διαδικασία  που  απαιτούσε  την  ηγεσία  μιας  καινούργιας  ελίτ.
Αν  και  το  καθεστώς  χρησιμοποίησε  τον  φασιστικό  χαιρετισμό  και  μερικές  φορές  τον  όρο  ολοκληρωτικός, δεν  ήταν  ούτε  τυπικά  φασιστικό  ούτε  δομικά  ολοκληρωτικό. Η  απουσία  μιας  θεωρίας  περί  επικείμενης  επανάστασης, ενός  επαναστατικού  δόγματος  ή  πολιτικής  κινητοποίησης  των  μαζών  το  καθιστούσαν  μάλλον  ένα  γραφειοκρατικό  αυταρχικό  καθεστώς  που  ιδεολογικά  βασίζονταν  σε  μεγάλο  βαθμό  στη  θρησκεία. Υπήρχαν  ελάχιστες  ενδείξεις  λαϊκής  υποστήριξης, αλλά  δεν  υπήρξε  κι  έντονη  ανοιχτή  αντιπολίτευση. Η  μεγαλύτερη  επιτυχία  του  Μεταξά  έγκειτο  στην  ενδυνάμωση  του  στρατού  και  την  ανάπτυξη  ενός  αποτελεσματικού  αστυνομικού  ελέγχου, δημιουργώντας  ένα  μάλλον  ωμό  σύστημα  στρατοπέδων  συγκέντρωσης  που  πολύ  σύντομα  περιελάμβανε  αρκετές  χιλιάδες  φυλακισμένους.
Αυτό  το  ουσιαστικά  δεξιό  ριζοσπαστικό  αυταρχικό  σύστημα  έγινε  αποδεκτό  από  το  βασιλιά, από  τη  βρετανική  κυβέρνηση (τον  παραδοσιακό  σύμμαχο  της  Ελλάδας), και  ακόμα  από  σημαίνοντες  φιλελεύθερους  εμιγκρέδες, ως  το  πιο  αποτελεσματικό  σύστημα  που  μπορούσαν  να  ελπίζουν, καθώς  η  Ευρώπη  βάδιζε  προς  έναν  καινούργιο  μεγάλο  πόλεμο. Ο  Μεταξάς  πίστευε  ότι  η  Ευρώπη  είχε  την  ανάγκη  μιας  καινούργιας  εθνικιστικής  και  αντιφιλελεύθερης  τάξης, και  προσπάθησε  να  προσεγγίσει  τόσο  τη  Γερμανία  όσο  και  την  Ιταλία, ενώ  χαλάρωσε  τους  δεσμούς  με  τη  Βρετανία. Παρ’  όλα αυτά, δεν  αποδέχθηκε  την  ετικέτα  του  φασισμού, λέγοντας  σε  Βρετανούς  αξιωματούχους  ότι  «την  εγγύτερη  αναλογία  δεν  παρείχε  ούτε  η  Γερμανία  του  Χίτλερ  ούτε  η  Ιταλία  του  Μουσολίνι  αλλά  η  Πορτογαλία  υπό  τον  Δρ. Σαλαζάρ». Αν  και  ήταν  πιο  μιλιταριστής  αλλά  πιο  ριζοσπάστης  από  τον  Σαλαζάρ, αυτή  η  δήλωση  δεν  ήταν  παραπλανητική. Το  καθεστώς  του  Μεταξά  και  η  χώρα  αντιμετώπισαν  την  άμεση  εισβολή  της  Ιταλίας  το  1940. Εάν  δεν  είχε  πεθάνει  από  αρρώστια  τον  Ιανουάριο  του  1941  και  η  χώρα  του  δεν  είχε  υπερφαλαγγιστεί  από  τη  Βέρμαχτ  τρεις  μήνες  αργότερα, το  καθεστώς  του  είχε  κάποιες  ελπίδες  να  διατηρηθεί  για  κάμποσο  καιρό.
Το  Ελληνικό  Εθνικοσοσιαλιστικό  Κόμμα  του  Γεωργίου  Μερκούρη  ήταν  η  μόνη  δύναμη  στην  Ελλάδα  που  εμπίπτει  στην  κατηγορία  του  φασισμού. Ο  Μερκούρης  ακολούθησε  κατά  κάποιο  τρόπο  την  ίδια  σταδιοδρομία  με  τον  Βαλουά  και  τον  Πρέτο, εκτός  από  το  ότι  η  πρώην  πολιτική  του  δράση   ήταν  πιο  σημαντική, αφού  είχε  καταλάβει  δύο  φορές  υπουργική  θέση  με  τους  συντηρητικούς  μοναρχικούς  κι  ήταν  επίσης  μέλος  της  αντιπροσωπείας  στην  Ένωση  των  Εθνών. Κατελήφθη  από  τον  φασιστικό  ίλιγγο  στα  μέσα  της  δεκαετίας  του  ’30, και  η  προσπάθειά  του  για  πολιτική  μίμησης  του  φασισμού  δεν  έτυχε  σημαντικής  υποστήριξης. Ένα  από  τα  πιο  ονομαστά  μέλη  στην  ιστορική  διαδρομή  της  οικογένειας  Μερκούρη  υπήρξε  η  Μελίνα  Μερκούρη, γνωστή  ηθοποιός  και  πολιτικός, η  οποία  διετέλεσε  επί  σειρά  ετών  υπουργός  Πολιτισμού  σε  κυβερνήσεις  του  ΠΑΣΟΚ.
Ο  φασισμός  ήταν  η  πιο  ανοιχτά  μιλιταριστική  απ’ όλες  τις  σύγχρονες  επαναστατικές  ιδεολογίες  στο  στιλ, τη  ρητορική  και  τους  στόχους. Στην  πράξη  δεν  ήταν  πιο  βίαιος  από  το  μαρξισμό-λενινισμό, και  στην  πραγματικότητα  δεν  προώθησε  έναν  τόσο  υψηλό  βαθμό  δομικού  μιλιταρισμού  όπως  τα  σύγχρονά  του  και  τα  μετέπειτα  κομουνιστικά  καθεστώτα, αλλά  τα  φασιστικά  κινήματα  και  καθεστώτα  (με  μερικές  μικρές  εξαιρέσεις) είχαν  μια  πολύ  μεγάλη  θετική  εκτίμηση  για  τη  βία, τονίζοντας  τον  αναγκαία  δημιουργικό  της  ρόλο  ως  εγγενή  στο  δόγμα  για  τον  «καινούργιο  άνθρωπο», και  συχνά  θεωρούσαν  τον  εθνικό  πόλεμο  ως  την  υψηλότερη  δέσμευση  και  δοκιμή  για  ένα  έθνος. Παρομοίως, ο  ναζισμός  διαχώρισε  τη  θέση  του  από  την  παράδοση  της  εθνικιστικής  «γεωπολιτικής»  πριν  το  1933. Η  τελευταία  είχε  βασιστεί  περισσότερο  σε  πολιτιστικά, ιστορικά  και  περιβαλλοντικά  δόγματα  μάλλον  παρά  στο  ρατσισμό. M. Bassin, “Race  contra  Space: The  Conflict  between  German  Geopolitik  and  National  Socialism”, Political  Geography  Quarterly, 6:2 (Απρίλιος  1987), 115-34.
Αντιθέτως, τα  μαρξιστικά-λενινιστικά  καθεστώτα  θεωρούσαν  τη  βία  ως  ένα  απαραίτητο  μέσο  για  έναν  σκοπό – ενώ  τη  χρησιμοποιούσαν  μαζικά  χωρίς  λόγο –,και  πάντοτε  διακήρυτταν  την  ειρήνη  ως  ένα  ιδεώδες  και  στόχο, ενώ  στην  πράξη  στρατιωτικοποιούσαν  σε  υψηλό  βαθμό  τα  συστήματά  τους. Όμως  ο  βαθμός  βιαιότητας  και  επιθετικότητας  του  κάθε  φασιστικού  κινήματος  και  καθεστώτος  συχνά  εξαρτιόταν  από  τις  περιστάσεις. Τα  πιο  αδύναμα  δεν  χρησιμοποίησαν  τη  βία  σε  μεγάλο  βαθμό, ενώ  αυτά  σε  αδύναμες  ή  «κορεσμένες»  χώρες  δεν  προωθούσαν  κατ’  ανάγκην  τον  πόλεμο  ως  μια  πρακτική  πολιτική. Για  μια  σχεδόν  δεκαετία, ο  Μουσολίνι  ήταν  ένας  σχετικά  καλός  πολίτης, κι  άρχισε  να  γίνεται  επιθετικός  το  1935, και  τότε  στην  Αφρική, όχι  στην  Ευρώπη.
Οι  αιτίες  για  τον  Β΄ Παγκόσμιο  Πόλεμο  ήταν  βασικά  δύο: ο  αμοιβαίος  ανταγωνισμός  των  πολιτικών  ισχύος  και  τα  ιμπεριαλιστικά  συμφέροντα, που  οξύνθηκαν  από  την  επίδραση  των  επαναστατικών  ιδεολογιών  σε  Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία  και  Σοβιετική  Ένωση. Οι  επιτιθέμενοι  ήταν  κυρίως  τα  «καινούργια  έθνη  της  δεκαετίας  του  1860», που  ήρθαν  καθυστερημένα  και  απέτυχαν  να  αποκτήσουν  το  status  της  ιμπεριαλιστικής  δύναμης  ισότιμο  με  τις  κύριες  δυνάμεις  της  Δυτικής  Ευρώπης, ή  με  τις  Ηνωμένες  Πολιτείες  και  τη  Σοβιετική  Ένωση. Παρ’ όλα  αυτά, οι  φιλοδοξίες  της  Γερμανίας, της  Ιταλίας  και  της  Ιαπωνίας  δεν  θα  είχαν  προκαλέσει  έναν  τέτοιο  πόλεμο  εάν  δεν  ερχόταν  στην  εξουσία  ο  Χίτλερ, ο  Μουσολίνι  και  ο  ιαπωνικός  στρατός, που  αισθάνονταν  υποχρεωμένοι  να  προχωρήσουν  σε  μεγαλειώδη  ιστορικά  επιτεύγματα  και  στην εφαρμογή  των  επαναστατικών  τους  στόχων  μέσω  της  εξωτερικής  κατάκτησης. Ο  πόλεμος  αποτελούσε  επίσης  προαπαιτούμενο  της  μαρξιστικής-λενινιστικής  ιδεολογίας, η  οποία  θεωρούσε  ότι  ο  δρόμος  για  την  επέκταση  του  κομουνισμού  περνούσε  από  τα  αποτελέσματα  ενός  «δευτέρου  ιμπεριαλιστικού  πολέμου» που  θα  κατέστρεφε  τον  καπιταλιστικό  κόσμο.
Η  έναρξη  του  ευρωπαϊκού  πολέμου  διευκολύνθηκε  ιδιαίτερα  από  τη  σοβιετική  πολιτική, η  οποία  θεωρούσε  ότι  δεν  υπήρχε  τίποτα  το  απεχθές  στη  μυστική  συμφωνία  με  τον  Χίτλερ  για  την  εξάλειψη  των  ανεξαρτήτων  κρατών. Για  τον  Στάλιν, το  σύμφωνο  θεωρούνταν  μια  μεγαλοφυής  ενέργεια, εφόσον  ήταν  ιδιαίτερα  χρήσιμο  για  τους  δύο  άμεσους  στόχους  του: την  άμεση  εξασφάλιση  της  σοβιετικής  ασφάλειας  και  τη  γενική  αποσταθεροποίηση  της  Ευρώπης. Αντιθέτως, η  Βρετανία  και  η  Γαλλία  επεδίωκαν  να  διατηρήσουν  απλώς  το  status  quo, και  δημιούργησαν  σοβαρά  εμπόδια  στα  όνειρα  της  Σοβιετικής  Ένωσης  για  εύκολες  κατακτήσεις. Αν  και  ο  Στάλιν  ίσως  να  μην  έτρεφε  ψευδαισθήσεις  για  τη  διάρκεια  αυτής  της  καινούργιας  σχέσης, η  σοβιετική  κυβέρνηση  έκανε  σαφές  στο  ανακοινωθέν  της  στην  Κομιντέρν  τον  Σεπτέμβριο  του  1939  ότι  η  παρακίνηση  ενός  «δεύτερου  ιμπεριαλιστικού  πολέμου  και  όχι  η  διατήρηση  της  ειρήνης  ήταν  προς  το  συμφέρον  της  Σοβιετικής  Ένωσης. Το  σύμφωνο  με  τη  Γερμανία  όχι  μόνο  προσέφερε  στη  Σοβιετική  Ένωση  εδάφη  και  τυπική  ασφάλεια, αλλά  θα  αποσταθεροποιούσε  γενικότερα  την  κατάσταση  με  το  να  ενδυναμώσει  την  αδύνατη  πλευρά, όπως  θεωρούσε  ο  Στάλιν  τη  Γερμανία. Η  υποστήριξη  του  Στάλιν  προς  τον  Χίτλερ  θα  μπορούσε  να  αποδυναμώσει  τις  κυρίαρχες  ιμπεριαλιστικές  δυνάμεις, τη  Βρετανία  και  τη  Γαλλία, και  να  εξαπολύσει  τον  πόλεμο  εναντίον  τους  διαμέσου  του  Χίτλερ. Ο  πόλεμος  αυτός  θα  εξισορροπούσε  τις  πιθανότητες  και  θα  καλυτέρευε  τη  στρατηγική  θέση  της  Σοβιετικής  Ένωσης.
Το  σύμφωνο, αν  και  σοκάρισε  τον  κόσμο, από  κάποιες  απόψεις  είχε  περισσότερο  νόημα  από  την  πλευρά  των  Σοβιετικών. Σίγουρα  δεν  υπήρχε  κάποιο  ηθικό  πρόβλημα  σ’ αυτή  τη  σχέση, αφού  τώρα  το  σοβιετικό  καθεστώς  ήταν  υπεύθυνο  για  πολύ  μεγαλύτερο  αριθμό  θανάτων  απ’ ό,τι  η  ναζιστική  Γερμανία – στην  πραγματικότητα, για  τη  μεγαλύτερη  εξολόθρευση  πολιτών  ενός  κράτους  σ’ ολόκληρη  την  ιστορία, περίπου  30  εκατομμύρια  ή  και  παραπάνω, ως  αποτέλεσμα  της  κρατικής  πολιτικής, που  συμπεριελάμβαναν  και  την  εμφάνιση  μικρών  κινητών  φορτηγών  αερίων  για  τη  θανάτωση  των  κουλάκων. Η  σοβιετική  υποστήριξη  ήταν  κρίσιμη  για  τα  σχέδια  του  Χίτλερ  στη  διάρκεια  του  1939-40, και  πήρε  πολλές  μορφές, παρόλο  που  και  ο  Στάλιν, με  τη  σειρά  του, ετοιμαζόταν  πυρετωδώς  για  ραγδαία  σοβιετική  στρατιωτική  επέκταση, δυνητικά  εναντίον  της  Γερμανίας.
Η  μαρξιστική  ιστοριογραφία  προσπάθησε  στη  συνέχεια  να  εξηγήσει  πως  η  απόφαση  για  την  έναρξη  του  πολέμου  ελήφθη  κατά  κύριο  λόγο  εξαιτίας  των  οικονομικών  πιέσεων  και  της  επιθυμίας  για  αύξηση  των  κερδών, υποστηρίζοντας  ότι  η  εξάντληση  των  πόρων  το  1938-39  απαιτούσε  έναν  κατακτητικό  πόλεμο  για  την  εξεύρεση  καινούργιων. Κάποιοι  αναλυτές  έχουν  επίσης  ισχυριστεί  ότι  η  συμμετοχή  γερμανικών  βιομηχανιών  και  καρτέλ  στην  οικονομική  εκμετάλλευση  των  κατακτημένων  περιοχών  καταδεικνύει  την  κυριαρχία  τους  στο  Τρίτο  Ράιχ. Το  πρώτο  επιχείρημα  μπερδεύει  το  αποτέλεσμα  με  την  αιτία. Η  κατάσταση  της  οικονομίας  της  Γερμανίας  από  μόνη  της  δεν  παρακινούσε  σε  πόλεμο – σ’ αυτό  το  σημείο  δεν  υπήρχε  μια  αυτόνομη  γερμανική  οικονομία – , αλλά  μάλλον  η  οικονομία  βρισκόταν  υπό  πίεση  λόγω  των  τριών  χρόνων  κατά  τους  οποίους  ο  Χίτλερ  υπέταξε  τα  συμφέροντα  της  κανονικής  οικονομίας  στις  έντονες  πολεμικές  προετοιμασίες. Παρ’ όλ’ αυτά, «η  γερμανική  οικονομία  το  1939  δεν  ήταν  εκτός  ελέγχου»  αλλά  απλώς  ήταν υπό  πίεση, ο  βαθμός  της  οποίας  έχει  μεγαλοποιηθεί. Κάποιοι  τομείς  της  γερμανικής  βιομηχανίας  συμμετείχαν  αργότερα  στην  εκμετάλλευση  των  κατακτημένων  περιοχών  πάνω  στην  ίδια  βάση  όπως  και  στην  ίδια  τη  Γερμανία, ως  υποταγμένες  οικονομικές  μονάδες (αν  και  με  σημαντικά  προνόμια  μέσα  σ’ αυτή  την  κατηγορία), όχι  όμως  ως  κυρίαρχες  ή  πλήρως  αυτόνομες.
Αντ’ αυτού, ο  Χίτλερ  αποφάσισε  ότι  είχε  έρθει  η  ώρα  για  την  πιο  αποφασιστική  στρατιωτική  επιχείρηση, την  καταστροφή  της  Σοβιετικής  Ένωσης. Ως  «φίλη», αν  και  όχι  επίσημη  σύμμαχος, της  ναζιστικής  Γερμανίας  κατά  το  1939-40, η  Σοβιετική  Ένωση  επωφελήθηκε  από  τον  «παγοθραυστικό»  ρόλο  του  Χίτλερ  για  να  καταλάβει  το  ανατολικό  μισό  της  Πολωνίας, όλες  τις  Βαλτικές  Δημοκρατίες, τη  νοτιοανατολική  γωνία  της  Φινλανδίας  και  τη  Βορειοανατολική  Ρουμανία. (Επιπλέον, στη  διάρκεια  της  δίχρονης  κατοχής  της  Ανατολικής  Πολωνίας, οι  Σοβιετικοί  κατόρθωσαν  να  σκοτώσουν  τον  εξαπλάσιο  αριθμό  Πολωνών  πολιτών  απ’ ό,τι  οι  ναζί   στη  Δυτική  Πολωνία). Στα  δύο  πρώτα  χρόνια  της  κατοχής  της  Πολωνίας (πριν  από  τις  μεγάλες  και  μαζικές  εκκαθαρίσεις), οι  Γερμανοί  σκότωσαν  περίπου  120.000  ανθρώπους  και  οι  Σοβιετικοί  τουλάχιστον  400.000. Αφού  ο  πληθυσμός  της  σοβιετοκρατούμενης  πλευράς  μετά  βίας  έφτανε  τον  μισό  από  αυτόν  της  γερμανοκρατούμενης, η  διαφοροποίηση  στην  αναλογία  των  σφαγών  ήταν  περίπου  600%. J.T.Gross, Revolution  from  Abroad: The  Soviet  Conquest  of  Poland’s  Western  Ukraine  and  Western  Belorussia  (Πρίνστον, 1988), 228-29.
Αυτή  την  εποχή  ο  Μουσολίνι  αρεσκόταν  να  πείθει  τον  εαυτό  του  ότι  το  σοβιετικό  καθεστώς  είχε  γίνει  «εθνικιστικό»  και  «σοσιαλιστικό», στην  πραγματικότητα  «φασιστικό», ενώ  το  ίδιο  έλεγαν  και  κάποιοι  ναζί. Αντιστρόφως, για  τους  Σοβιετικούς  ήταν  πάντα  δύσκολο  να  αναγνωρίσουν  τους  ναζί  ως  «εθνικοσοσιαλιστές», που  θεωρητικά  ήταν  τόσο  κοντά  στη  σοβιετική  νομενκλατούρα. Σοβιετικοί  σχολιαστές  και  η  σοβιετική  προπαγάνδα  τόνιζαν  πάντα  τον  γενικό  όρο  φασίστες  για  τους  ναζιστές, εκτός  από  τα  χρόνια  της  φιλίας  μεταξύ  1939  και  1941, οπότε  ο  όρος  αυτός  απαγορεύτηκε.
Όπως  και  να ’ναι, το  σοβιετικό  καθεστώς  κατελάμβανε  εκτεταμένες  εκτάσεις  στα  ανατολικά  σύνορα, και  καθ’ όλη  τη  διάρκεια  του  φθινοπώρου  του  1940  πίεζε  τον  Χίτλερ  για  περισσότερες  παραχωρήσεις. Φαινόταν  να  γίνεται  ισχυρότερο  μέσα  από  την  επιταχυνόμενη  στρατιωτική  επέκταση, ενώ  ο  Χίτλερ  είχε  βαλτώσει  σε  μια  σύγκρουση  με  τη  Βρετανία, παράλογη  σύμφωνα  με  την  οπτική  του. Τελικά  ο  Χίτλερ  έπεισε  τον  εαυτό  του  ότι  ήταν  η  πιθανότητα  της  μελλοντικής  βοήθειας  από  τη  Σοβιετική  Ένωση  που  απέτρεπε  τη  βρετανική  κυβέρνηση  από  του  να  προχωρήσει  σε  ειρήνη. Παρ’ όλ’ αυτά, η  επίθεση  έπρεπε  να  καθυστερήσει  για  έξι  εβδομάδες, ώστε  να  μπορέσει  η  Γερμανία  να  επιχειρήσει  το  βαλκανικό  της  Blitzkrieg  τον  Απρίλιο  του  1941, που  σάρωσε  τη  Γιουγκοσλαβία  και  την  Ελλάδα, με  στόχο  να  σώσει  τις  στρατιωτικές  δυνάμεις  του  Μουσολίνι  και  να  προστατεύσει  τη  νοτιοανατολική  της  πλευρά.
Όταν, στις  22  Ιουνίου  του  1941, ξεκίνησε  η  μεγάλη  εισβολή  στη  Σοβιετική  Ένωση, πολλές  μονάδες  του  Κόκκινου  Στρατού  βρέθηκαν  παγιδευμένες  σε  επιθετικούς  σχηματισμούς  στα  σύνορα, τελείως  εκτός  θέσεως  για  την  αμυντική  διάταξη  που  θα  έπρεπε  να  έχουν  προκειμένου  ν’ αντιμετωπίσουν  την  επίθεση  του  Χίτλερ. Όταν  ανακοίνωσε  την  εκστρατεία  στους  στρατηγούς  του, μιλούσε  όχι  απλώς  για  μια  ακόμα  σύρραξη  μεγάλων  δυνάμεων, αλλά  για  έναν  «πόλεμο  φυλετικής  εξολόθρευσης» που  θα  αποδέσμευε  «το  πιο  αδηφάγο  σαρκοφάγο  ζώο  που  είχε  δει  ποτέ  ο  κόσμος». Ωστόσο, οι  ανθρώπινοι  και  στρατιωτικοί  πόροι  της  Σοβιετικής  Ένωσης  ήταν  μεγαλύτεροι  από  αυτούς  της  Γερμανίας, κι  αν  υπολογίσουμε  και  τη  σύγχυση  όσον  αφορά  στους  στόχους  της  γερμανικής  επέλασης, αποδείχθηκε  αδύνατο  να  δοθεί  η  χαριστική  βολή  στον  Κόκκινο  Στρατό  με  μια  πεντάμηνη  εκστρατεία  στη  διάρκεια  του  1941, αν  και  οι  απώλειες  ήταν  οι  μεγαλύτερες  από  οποιονδήποτε  άλλο  στρατό  στην  ιστορία  για  όμοιο  χρονικό  διάστημα.
Από  τώρα  και  στο  εξής  το  Τρίτο  Ράιχ  θα  αντιμετώπιζε  έναν  απεγνωσμένο  αγώνα  φθοράς  σε  πολλαπλά  μέτωπα  εναντίον  εχθρών  που  ήταν  ανώτεροι  σε  οικονομικούς  και  ανθρώπινους  πόρους. Πολύ  σύντομα  οι  ελπίδες  για  μια  γερμανική  νίκη  εξανεμίστηκαν, αλλά  ο  Χίτλερ  διατηρούσε  την  ατσάλινη  αποφασιστικότητά  του. Ήλπιζε  να  διαιρέσει  τους  αντιπάλους  του  και  να  επιτύχει  ειρήνη  σε  κάποιο  από  τα  μέτωπα, διεξάγοντας  μυστικές  συνομιλίες  με  τον  Στάλιν  στη  διάρκεια  του  1943-44. Όμως  αυτή  φορά  ο  Χίτλερ  αρνιόταν  πεισματικά  να  πληρώσει  το  τίμημα  που  του  ζητούσε  ο  Στάλιν, κι  έτσι  η  αφύσικη  συμμαχία  των  δυτικών  δημοκρατών  και  της  Σοβιετικής  Ένωσης  διατηρήθηκε  σταθερή  και  μοιραία  οδήγησε  το  Τρίτο  Ράιχ  στην  ήττα. Το  ότι  επέζησε  μέχρι  τον  Μάιο  του  1945  μέσα  σε  τόσο  αντίξοες  συνθήκες  οφειλόταν  στην  αποφασιστικότητα  του  Χίτλερ, τη  σιδηρά  επιβολή  της  ναζιστικής  δικτατορίας, την  ικανότητα  του  καθεστώτος  να  εμπνέει  την  αυτοθυσία, την  ωμή  καταλήστευση  των  πόρων  της  κατειλημμένης  Ευρώπης  και  τις  ανώτερες  στρατιωτικές  επιδεξιότητες  του  γερμανικού  στρατού, που  μπορεί  να  υπερκεραζόταν  αριθμητικά  αλλά  όχι  και  ποιοτικά.
Λόγω  της  αποφασιστικότητας  και  της  πειθαρχίας  που  ο  γερμανικός στρατός  έδειξε  στις  μάχες  και  του  θεσμικού  του  διαχωρισμού  από  το  NSDAP, υπάρχει  πάντα  μια  τάση  να  τραβιέται  μια  διαχωριστική  γραμμή, μερικές  φορές  σωστά, μεταξύ  των  ναζί  και  των  στρατιωτών  μέσα  στο  Τρίτο  Ράιχ. Όμως  πρόσφατες  έρευνες  έχουν  δείξει  ότι  ο  διαχωρισμός  ήταν  υπερβολικός. Η  πλειονότητα  των  Γερμανών  στρατιωτών  δεν  ήταν  ναζί, όμως  οι  λειτουργίες  του  γερμανικού  στρατού  επηρεάζονταν  όλο  και  πιο  πολύ  από  τη  ναζιστική  ωμότητα  και  το  ρατσισμό.  Η  πειθαρχία  ήταν  πολύ  πιο  σκληρή  απ’  ό,τι  στον  Α΄ Παγκόσμιο  Πόλεμο. Σ’ αυτή  τη  σύγκρουση, ο  γερμανικός  στρατός  εκτέλεσε  μόνο  48  από  τους  στρατιώτες  του  για  πειθαρχικά  παραπτώματα – η  χαμηλότερη  αναλογία  από  οποιονδήποτε  άλλο  μεγάλο  ευρωπαϊκό  στρατό. Ωστόσο, στον  Β΄ Παγκόσμιο  Πόλεμο  εκτελέστηκαν  περίπου  13.000  με  15.000  στρατιώτες, που  ισοδυναμούσε  με  την  απώλεια  δύο  μεραρχιών: μια  αναλογία  που  εξισούτο  μόνο  μ’ αυτή  του  Κόκκινου  Στρατού, εξίσου  ωμού  και  με  κλίση  προς  τη  διάπραξη  φρικαλεοτήτων. Στον  «πόλεμο  της  φυλετικής  εξόντωσης»  του  Χίτλερ, η  συμπεριφορά  των  στρατιωτών  προς  τους  πολίτες  στην  Ανατολή  ήταν  συχνά  ακραία  και  βίαιη, το  ίδιο άσχημη  μ’ αυτή  των  μονάδων  του  Κόκκινου  Στρατού  στην  Ανατολική  Ευρώπη  και  την  Ανατολική  Γερμανία. Καθώς  συνεχιζόταν  ο  πόλεμος, ο  γερμανικός  στρατός  ωθούνταν  σε  όλο  και  πιο  πρωτόγονες  συνθήκες, λόγω  της  έλλειψης  κατάλληλων  μεταφορικών  μέσων  και  προμηθειών. Αυτή  η  μιζέρια  και  ο  πρωτογονισμός  αντανακλούνταν  στην  ωμή  συμπεριφορά  ιδιαίτερα  των  Waffen-SS, αλλά  και  άλλων  τμημάτων. Η  ναζιστικοποίηση  του  γερμανικού  στρατού  δεν  ολοκληρώθηκε  ποτέ, αλλά  στις  τελευταίες  φάσεις  η  διαδικασία  επισπεύσθηκε  με  τη  μίμηση  ενός  βασικού  χαρακτηριστικού  της  σοβιετικής  πρακτικής, όταν  «αξιωματικοί  εθνικοσοσιαλιστικής   καθοδήγησης», ένα  ναζιστικό  ισοδύναμο  των  Σοβιετικών  κομισάριων, άρχισαν  να  τοποθετούνται  στις  διάφορες  μονάδες.
Γενικά, ο  γερμανικός  λαός  συνέχισε  να  δουλεύει  και  να  πολεμά  με  πειθαρχία, αποφασιστικότητα  και  κουράγιο  που  θα  άξιζαν  για  έναν  καλύτερο  σκοπό. Είναι  αμφίβολο  το  κατά  πόσο  η  ναζιστική  ιδεολογία  αυτή  καθεαυτή  είχε  να  κάνει  μ’ αυτό. Το  χιτλερικό  καθεστώς  κατόρθωσε  να  απολαμβάνει  αυτή  την  ανώτερη  υπόληψη  λόγω  των  επιτυχιών  του  στην  οικονομία, στις  διεθνείς  υποθέσεις  και  στα  στρατιωτικά  ζητήματα. Αυτό  που  κράτησε  τους  Γερμανούς  στις  θέσεις  τους  δεν  ήταν  τόσο  η  αποτελεσματικότητα  της  εθνικοσοσιαλιστικής  ιδεολογικής  προπαγάνδας, όσο  ο  πατριωτισμός, η  αυστηρότητα  ενός  όλο  και  πιο  σκληρού  αστυνομικού  κράτους  και  ο  καθαρός  φόβος  του  τι  θα  συνέβαινε  αν η  Γερμανία  έχανε  έναν  τέτοιο  ολοκληρωτικό  και  καταστροφικό  πόλεμο. Ο  μύθος  του  Φύρερ  φαίνεται  ότι  επιβίωνε  σχετικά  άθικτος  μέσα  σ’ ένα  μεγάλο  ποσοστό  του  πληθυσμού, αν  και  το  ίδιο  το  ναζιστικό  κόμμα  γινόταν  όλο  και  περισσότερο  απεχθές.
Η  ναζιστική  διοίκηση  ενδιαφερόταν  άμεσα  να  βρίσκει  συνεργάτες  και  ανδρείκελα, αλλά  δεν  τους  έψαχνε  κυρίως  μεταξύ  των  εγχώριων  φασιστών. Όταν  αυτοί  χρησιμοποιούνταν, συνήθως  δεν  είχαν  μεγάλες  εξουσίες, ακόμα  και  σε  καταστάσεις  που  ήταν  απολύτως  ελέγξιμες. Προτιμούνταν  οι  σταθεροί  συντηρητικοί  και  οι  δεξιοί. Ήταν  πιο  εύκολο  να  συναλλάσσονται  μαζί  τους  και  απολάμβαναν  μεγαλύτερης  αξιοπιστίας  από  τους  κατακτημένους  λαούς. Μόνο  στη  Νορβηγία, και  σε  μικρότερο  βαθμό  στην  Ολλανδία, η  τυπική  (και  όχι  η  πραγματική) εξουσία  δόθηκε  σ’ έναν  φασίστα  ηγέτη-μαριονέτα  σε  μια  άμεσα  κατεχόμενη  χώρα. Στα  δορυφορικά  κράτη  όπως  η  Ρουμανία  και  η  Σλοβακία  ο  Χίτλερ  προωθούσε  σταθερά  τους  δεξιούς  αυταρχικούς  αντί  των  ντόπιων  φασιστών. Στην  Κροατία  η  εξουσία  δόθηκε  στους  ντόπιους  Ουστάζι  μόνο  αφότου  ένας  από  τους  ηγετικούς  συντηρητικούς  πολιτικούς  είχε  απορρίψει  την  πρόταση  για  την  ανάληψη  αυτού  του  ρόλου. Κάπως  ακραία, αν  και  αντιπροσωπευτική  της  κατάστασης, ήταν  η  πολιτική  της  τσεχικής  κυβέρνησης-μαριονέτας  που  εγκαταστάθηκε  στην  Πράγα  το  1939, μια  από  τις  πρώτες  πράξεις  της  οποίας  ήταν  η  απαγόρευση  της  Τσεχικής  Φασιστικής  Κοινότητας  του  στρατηγού  Γκάζντα  διότι  θεωρήθηκε  δυνητικά  ανατρεπτική.
Το  προπαγανδιστικό  πλαίσιο  της  επέκτασης  του  Άξονα  σε  όλη  την  πορεία  του  πολέμου  ποίκιλλε  σημαντικά  και  αντανακλούσε  τις  ασάφειες  της  ιδεολογίας  του  ιταλικού  φασισμού  και  του  εθνικοσοσιαλισμού, καθώς  επίσης  και  της  αντιθετικής  σχέσης  ανάμεσα  στους  δύο. Στο  μεγαλύτερο  μέρος  της  δεκαετίας  του  ’30  οι  στόχοι  και  η  γλώσσα  τόσο  της  ιταλικής  όσο  και  της  γερμανικής  επεκτατικότητας  διατυπώνονταν  συνήθως  με  μετριοπαθείς  όρους – η  συνήθης  ιμπεριαλιστική  επέκταση  για  τη  μία, ζωτικά  εθνικά  συμφέροντα  των  γερμανοφώνων  λαών  για  την  άλλη. Τόσο  ο  Μουσολίνι  όσο  και  ο  Χίτλερ  θεωρούσαν  ότι  η  στρατιωτική  επέκταση  αποτελούσε  κομμάτι  μιας  ευρύτερης  επαναστατικής  διαδικασίας, και  στη  Γερμανία  η  εξήγηση  αυτή  κυριάρχησε  με  τη  δυτική  εκστρατεία  του  1940, που  πολλές  φορές  περιγράφεται  ως  μια  εκστρατεία  του  νεανικού  και  επαναστατικού  εθνικοσοσιαλισμού  εναντίον της παρακμιακής, ατομικιστικής, πλουτοκρατικής-καπιταλιστικής  Δύσης. Για  τον  Χίτλερ, ο  επαναστατικός  φυλετικός  πόλεμος  που  εξαπολύθηκε  με  την  επίθεση  εναντίον  της  Σοβιετικής  Ένωσης  έκανε  ακόμα  πιο  σημαντικό  το  ζήτημα  της  επανάστασης, αν  και  στην  υπό  κατοχή  Ευρώπη  αυτό  παρουσιάστηκε  ως  μια  σταυροφορία  του  ευρωπαϊκού  πολιτισμού  εναντίον  του  ασιατικού  μπολσεβικισμού. Τέτοιες  θεματολογίες  κυριάρχησαν  περισσότερο  αργότερα  στον  πόλεμο, και  παράλληλη  έκφρασή  τους  ήταν  η  παρουσίαση  στη  Ρώμη  της  Romanita  ως  της  ηγετικής  κουλτούρας  εναντίον  του  βάρβαρου  εξωτερικού  κόσμου.
Η  στάση  του   Μουσολίνι  απέναντι  στον  Χίτλερ  ήταν  ένα  διφορούμενο  μείγμα  από  φόβο  και  ζηλοφθονία. Ήταν  εντυπωσιασμένος  από  τη  γερμανική  στρατιωτική  ισχύ, αλλά  η  επιμονή  του  για  την  υπογραφή  της  στρατιωτικής  συμμαχίας  τον  Μάιο  του  1939 (το  Σύμφωνο  του  Ατσαλιού)  κατέδειξε  ότι  επεδίωκε  περισσότερο  πολιτικούς  παρά  στρατιωτικούς  στόχους. Ήλπιζε  να  γίνει  ο  κυριότερος  σύμμαχος  της  ισχυρότερης  στρατιωτικής  δύναμης  στον  κόσμο, κι  όχι  να  εμπλακεί  άμεσα  σ’ έναν  μεγάλο  πόλεμο. Ο  Μουσολίνι  είχε  βοηθήσει  στην  έναρξη  των  διαπραγματεύσεων  στο  Μόναχο  τον  Σεπτέμβρη  του  1938  που  διατήρησαν  μια  εύθραυστη  ειρήνη  (πράγμα  που  αύξησε  υπέρμετρα  τη  δημοτικότητά  του  στην  Ιταλία), και  τον  Μάιο  του  1939  οι  Γερμανοί  ηγέτες  τον  διαβεβαίωσαν  ότι  η  Γερμανία  για  τα  επόμενα  τέσσερα  χρόνια  δεν  θα  ήταν  έτοιμη  για  έναν  μεγάλο  πόλεμο. Φαινόταν  ακόμα  πως  φλέρταρε  με  την  προσδοκία  ότι  η  συμμαχία  θα  του  προσέδιδε  αρκετή  βαρύτητα  ώστε  να  περιορίσει  τον  Χίτλερ.
Αν  και  ο  ιταλικός  στρατός  διέπραξε  πολυάριθμες  φρικαλεότητες  στην  Αφρική, και  σε  μικρότερο  βαθμό  στη  Γιουγκοσλαβία, οι  ιταλικές  αρχές  δεν  συνέχισαν  την  προηγούμενη  αντισημιτική  νομοθεσία  του  Μουσολίνι  κι  ούτε  συνέπραξαν  στο  ναζιστικό  κυνήγι  των  Εβραίων. Ως  ένα  βαθμό  μάλλον  συνέβη  το  αντίθετο, αφού  γενικά  οι  Εβραίοι  έβρισκαν  καταφύγιο  στην  Ιταλία, καθώς  επίσης  και  στις  περιοχές  που  είχε  καταλάβει  στη  Γιουγκοσλαβία  και  τη  Νοτιοανατολική  Γαλλία. Ο  ιταλικός  στρατός  ήταν  ιδιαίτερα  γνωστός  για  την  προστασία  που  παρείχε  στους  Εβραίους, αλλά  και  πολλά  μέλη  του  Φασιστικού  Κόμματος  έκαναν  το  ίδιο. Από  τους  περίπου  47.000  Εβραίους  της  Ιταλίας, οι  44.500  υπάγονταν  στη  φασιστική  αντισημιτική  νομοθεσία. Από  αυτούς, 7.682  σκοτώθηκαν  από  τους  Γερμανούς  μετά  την  απώλεια  της  ιταλικής  ανεξαρτησίας,  αλλά  οι  υπόλοιπο  προστατεύτηκαν, συχνά  κάτω  από  αντίξοες  συνθήκες, από  Ιταλούς  διαφόρων  κοινωνικών  κατηγοριών  και  σε  ποικίλες  περιπτώσεις. Το  τελικό  ποσοστό  επιβίωσης  των  Εβραίων  της  Ιταλίας (83%) ξεπεράστηκε  μόνο  στη  Δανία, όπου  οι  περισσότεροι  Εβραίοι  απλά  φυγαδεύτηκαν  έξω  από  τη  χώρα  σε  ασφαλή  μέρη. Επιπλέον, το  ποσοστό  επιβίωσης  των  Εβραίων  που  κατέφυγαν  σε  άλλες  ιταλοκρατούμενες  περιοχές  βρισκόταν  σε  παρόμοια  επίπεδα.
Ο  ρουμανικός στρατός,  από την άλλη μεριά,  πολέμησε  καλύτερα  στον  Β΄ Παγκόσμιο  Πόλεμο  απ’ ό,τι  στον  Α΄, αλλά  η  πιο  φρικαλέα  πράξη  του  ήταν  η  ολοκληρωτική  σφαγή  των  Εβραίων  στις  καινούργιες  υπό  κατοχή  περιοχές – μια  γενοκτονία  που  επιχειρησιακά  δεν  συνδεόταν  με  τη  ναζιστική  Τελική  Λύση.  Αυτό  το  μη  συστηματοποιημένο  ολοκαύτωμα – που  πραγματοποιήθηκε  από  τους  Ρουμάνους  στρατιώτες  και  την  αστυνομία – είχε  ως  αποτέλεσμα  το  θάνατο  διακοσίων  έως  τριακοσίων  χιλιάδων  Εβραίων, και  ήταν  με  μεγάλη  διαφορά  η  μεγαλύτερη  εκκαθάριση  Εβραίων  από  μη  γερμανικές  δυνάμεις.  Εντούτοις, λίγο  αργότερα  μέσα  στο  1942, ο  Αντονέσκου  άρχιζε  να  αλλάζει  αυτές  τις  φρικαλέες  πολιτικές. Στράφηκε  προς  μια  νέα  στρατηγική  απελευθέρωσης  κάποιων  Εβραίων  με  λύτρα  και  έδειξε  κάποιο  βαθμό  μεταμέλειας. Εβραίοι  από  τη  Ρουμανία  στέλνονταν  συχνά  σε  στρατόπεδα  εργασίας, αλλά  ο  Αντονέσκου  αρνήθηκε  να  παραδώσει  τους  περισσότερους  από  αυτούς  στα  SS. Μετά  την  ήττα  της  Ρουμανίας  εκτελέστηκε, το  1946, ως  εγκληματίας  πολέμου, ενώ  πολλά  εκατομμύρια  λεγεωνάριων  έγιναν  δεκτά  μαζικά  μέσα  στο  ρουμανικό  Κομουνιστικό  Κόμμα, πράγμα  που  ίσως  να  αποτελεί  τη  μεγαλύτερη  και  πιο  μαζική  μετανάστευση  πρώην  φασιστών  σε  κομουνιστική  ομάδα  οπουδήποτε  στην  Ανατολική  Ευρώπη.
Αργότερα, το  μεταπολεμικό  κομουνιστικό  καθεστώς  αναβίωσε  τον  ακραίο  εθνικισμό, και  επανέφερε  αυτάρεσκα  το  παλιό  σύνθημα  των  λεγεωνάριων  «Totul  pentru  Tara»  (Όλα  για  την  Πατρίδα). Όπως  αποδείχθηκε, ο  ρουμανικός  εθνικισμός  επιβίωσε  του  κομουνισμού. Τον  Απρίλιο  του  1991, το  καινούργιο  δημοκρατικό  ρουμανικό  Κοινοβούλιο  κράτησε  ενός  λεπτού  σιγή  στη  μνήμη  της  45ης  επετείου  από  την  εκτέλεση  του  Αντονέσκου. Δύο  μήνες  αργότερα, στην  50ή  επέτειο  της  εισβολής  στη  Σοβιετική  Ένωση, όπου  συμμετείχαν  και  οι  δυνάμεις  του  Αντονέσκου, μεγάλο  μέρος  των  ρουμανικών  μέσων  μαζικής  επικοινωνίας  χαιρέτισε  τη  μνήμη  «του  μεγαλύτερου  αντικομουνιστή  της  Ρουμανίας», τον  οποίο  κάποιοι  θεωρούσαν  ως  τον  μεγαλύτερο  Ρουμάνο  του  αιώνα.
Το  καλοκαίρι  του  1944, κατά  τη  διάρκεια  της  απελευθέρωσης  της  Γαλλίας  από  τους  συμμάχους, η  κυβέρνηση  του  Βισί  και  η  ελίτ  των  συνεργατών, με  λίγες  χιλιάδες  οπαδούς, κινήθηκαν  προς  το  Ζιγκμαρίγκεν  στη  Νοτιοδυτική  Γερμανία. Εκεί  δημιουργήθηκαν  δύο  διαφορετικά  κέντρα  εξουσίας: η  Κυβερνητική  Επιτροπή, με  ηγέτη  τον  Ντέα  και  μερικές  άλλες  προσωπικότητες, και  η  Επιτροπή  της  Γαλλικής  Απελευθέρωσης, που  ο  Ντοριό  εξουσιοδοτήθηκε  να  οργανώσει  τον  Ιανουάριο  του  1945. Εκείνο  τον  καιρό  ο  Ντοριό, έχοντας  την  ξεκάθαρη  υποστήριξη  της  γερμανικής  κυβέρνησης  και  των  SS, ήταν  απασχολημένος  με  την  αποστολή  κατασκόπων  και  τις  προετοιμασίες  για  ανταρτοπόλεμο  στην  απελευθερωμένη  Γαλλία. Καθώς  βρισκόταν  στη  διαδικασία  του  να  πείσει  κάποια   απομεινάρια  του  καθεστώτος  του  Βισί  να  υποστηρίξουν  τη  δική  του  επιτροπή, σκοτώθηκε  ξαφνικά  σε  συμμαχικό  βομβαρδισμό  σε  έναν  γερμανικό  δρόμο  τον  Φεβρουάριο  του  1945.
Η  ήττα  της  Γιουγκοσλαβίας  από  τον  γερμανικό  Blitzkrieg  τον  Απρίλιο  του  1941  άνοιξε  το  δρόμο  για  την  τυπική  κροατική  ανεξαρτησία. Ο  Χίτλερ  και  ο  Μουσολίνι  συμφώνησαν  στη  διάλυση  του  γιουγκοσλαβικού  κράτους. Ο  Χίτλερ  όμως, που  προτιμούσε  να  παραδίδει  τη  διακυβέρνηση  σε  αξιόπιστους  συντηρητικούς  ή  δεξιούς, προσέφερε  την  ηγεσία  του  νέου  κροατικού  κράτους  στον  Βλάντκο  Μάσεκ, ηγέτη  του  πλειοψηφικού  Κροατικού  Αγροτικού  Κόμματος. Η  άρνηση  όμως  του  Μάσεκ  να  παίξει  το  ρόλο  του  Κουίσλινγκ, υποχρέωσε  τον  Χίτλερ  να  παραδώσει  την  εξουσία  στον  Πάβελιτς  και  τους  Ουστάσι. Ακόμα  κι  έτσι  όμως, μεγάλο  μέρος  της  Δαλματίας  προσαρτήθηκε  στην  Ιταλία  και  το  υπόλοιπο  της  Κροατίας  μοιράστηκε  σε  γερμανική  και  ιταλική  ζώνη  στρατιωτικής  κατοχής. Έτσι, το  κράτος  των  Ουστάσι  δεν  απόλαυσε  ποτέ  τον  ίδιο  βαθμό  αυτονομίας  και  τυπικής  εδαφικής  κυριαρχίας  όπως  η  δορυφόρος  Σλοβακία, παρόλο  που  συμμετείχε  και  στο  Τριμερές  Σύμφωνο  και  στην  εισβολή  στη  Σοβιετική  Ένωση. Με  μια  ξεχωριστή  συμφωνία, ο  Μουσολίνι  εγγυήθηκε  επίσημα  την  ανεξαρτησία  και  την  εδαφική  ακεραιότητα  του  νέου  κράτους, αν  και  πολύ  σύντομα  ο  Χίτλερ  κατέστησε  σαφές  ότι  σκόπευε  να  διατηρήσει  τον  πλήρη  έλεγχο  της  Κροατίας.
Δεν  θα  μπορέσουμε  να  εξακριβώσουμε  ποτέ  τον  ακριβή  αριθμό  των  Σέρβων  και  των  άλλων (συμπεριλαμβανομένων  των  Εβραίων  και  των  Τσιγγάνων)  που  σκοτώθηκαν  στη  μοναδική  περίπτωση  φασιστικής  βίας  που  κατόρθωσε  να  συναγωνιστεί  τους  ίδιους  τους  ναζί. Αναλογικά, ο  αριθμός  των  ανθρώπων  που  έχασαν  τη  ζωή  τους  στη  Γιουγκοσλαβία  κατά  τον  Β΄ Παγκόσμιο  Πόλεμο  ήταν  ο  τρίτος  υψηλότερος  σε  χώρα  της  Ευρώπης  μετά  την  Πολωνία  και  τη  Σοβιετική  Ένωση. Όμως  ο  επίσημος  αριθμός  που  παρουσίασε  η  μεταπολεμική  κυβέρνηση  της  Γιουγκοσλαβίας (1,7  εκατομμύρια  θάνατοι  από  μη  φυσικά  αίτια, ή  12%  του  συνολικού  πληθυσμού)  είναι  μάλλον  υπερβολικός, και  το  σύνολο  των  νεκρών  πλησιάζει  μάλλον  το  ένα  εκατομμύριο. Η  πλειοψηφία  των  θυμάτων  συνιστούν  το  φόρο  αίματος  ενός  απίστευτα  μεγάλου  συνόλου  γεγονότων  που  περιλαμβάνει  εμφυλίους, αντάρτικα, αντιαντάρτικες  εκστρατείες, που  κατέστρεψαν  τις  περιοχές  της  Γιουγκοσλαβίας  στη  διάρκεια  του  Β΄ Παγκοσμίου  Πολέμου.
Το  συμπέρασμα  κάποιων  μελετητών  είναι  ότι  οι  Ουστάσι  ήταν  εξαιρετικά  διαιρεμένοι  και  ιδεολογικά  ανώριμοι  για  να  γίνουν  κάτι  περισσότερο  από  πρωτοφασίστες, και   πράγματι  δεν  έχει  ξεκαθαριστεί  εάν  καλλιεργούσαν  το  όραμα  μιας  φασιστικού  τύπου  επανάστασης  ή  του  «καινούργιου  ανθρώπου». Το  όραμά  τους  ήταν  αυτό  των  αφοσιωμένων  καθολικών  αγροτών  εθνικιστών, αν  και  ποιοτικά  αιμοδιψών  και  ακραίων. Η  δολοφονική  μανία  των  Ουστάσι  δεν  αρκεί  από  μόνη  της  για  να  τους  τοποθετήσει  στη  γενική  κατηγορία  των  φασιστών, αφού  η  μεγάλη  πλειοψηφία  των  κινημάτων  και  των  καθεστώτων  αυτού  του  αιώνα  που  ενεπλάκησαν  σε  μεγάλης  έκτασης  δολοφονίες  ήταν  είτε  μαρξιστικά-λενινιστικά  είτε  μη  φασίστες  εθνικιστές. Το  ιδιαίτερο  γνώρισμά  τους, που  προκαλεί  φρίκη, είναι  ότι  υπήρξαν  το  μοναδικό  καθεστώς  στην  κατεχόμενη  Ευρώπη  που  ανταγωνίστηκε  τους  ίδιους  τους  ναζί  στο  επίπεδο  των  μαζικών  δολοφονιών.
Η  αντίσταση  των  Τσέχων  στη  γερμανική  κατοχή  ήταν  πολύ  ασθενική. Η  κατοχή, αν  και  σκληρή, ήταν  πιο  ελαφριά  απ’ ό,τι  σε  άλλες  χώρες  της  Κεντροανατολικής  Ευρώπης. Τον  Σεπτέμβριο  του  1940  ο  Χίτλερ  απεφάνθη  ότι  το  «μεγαλύτερο  μέρος  του  τσεχικού  λαού»  μπορούσε  να  λυτρωθεί  φυλετικά  και  να  αφομοιωθεί. Τον  επόμενο  μήνα, μια  αναφορά  από  το  Ναζιστικό  Κεντρικό   Γραφείο  Φυλής  και  Αποικισμού  ισχυριζόταν  ότι  «η  φυλετική  εικόνα  του  τσέχικου  λαού  είναι  αξιοσημείωτα  πιο  ευνοϊκή  σήμερα  απ’ ό,τι  αυτή  του  σουδητικού  γερμανικού  πληθυσμού».
Στην  Ελλάδα, η  κατοχική  κυβέρνηση-μαριονέτα  συνέχισε  να  χρησιμοποιεί  σε  μεγάλο  βαθμό  για  την  εσωτερική  διοίκηση  το  προηγούμενο  δεξιό  ριζοσπαστικό  σύστημα  του  δικτάτορα  Μεταξά. Το  ελληνικό  Εθνικοσοσιαλιστικό  Κόμμα  του  Γεωργίου  Μερκούρη, που  μετά  βίας  έφτασε  τα  10.000  μέλη  το  1936, απέτυχε  να  αναπτυχθεί, και  σύντομα  ήρθε  αντιμέτωπο  με  τον  ανταγωνισμό  ενός  ακόμα πιο  ριζοσπαστικού  παρακλαδιού  της  Εθνικοσοσιαλιστικής  Πολιτικής  Οργάνωσης. Με  την  Κατοχή  συνεργάστηκαν  επίσης  αρκετές  μικρές  δεξιές  ριζοσπαστικές  εθνικιστικές  ομάδες, και  μερικές  φορές  σχημάτισαν  αντικομουνιστικές  αστυνομικές  μονάδες.
Η  ελληνική  κομουνιστική  εξέγερση (ΕΛΑΣ) ενδυναμωνόταν  όλο  και πιο  πολύ, και  πέτυχε  να  εξαφανίσει  τις  περισσότερες  από  τις  ανταγωνιστικές  συντηρητικές  ομάδες  της  αντίστασης. Κατόρθωσε  επίσης  να  καρατομήσει  αρκετές  από  τις  δεξιές  ριζοσπαστικές  εθνικιστικές  οργανώσεις  με  επιθέσεις  και  ενέδρες  εναντίον  των  κεντρικών  τους  γραφείων  και  των  ηγετών  τους. Το  πιο  εντυπωσιακό  της  χτύπημα  εναντίον  των  Ελλήνων  αντιπάλων  ήταν  η  βομβιστική  ενέργεια  εναντίον  των  γραφείων  της  ΕΣΠΟ στην  Αθήνα  τον  Σεπτέμβριο  του  1942, στην  οποία  σκοτώθηκαν  43  Γερμανοί  και  29  μέλη  της  ΕΣΠΟ, μεταξύ  των  οποίων  και  ο  ιδρυτής  της  Δρ. Στεροδήμος. Η  ΕΣΠΟ  δραστηριοποιούνταν  στην  προσπάθεια  στρατολόγησης  πρώην  δεξιών  αξιωματικών  και  στρατιωτών  για  τη  δημιουργία  μιας  Ελληνικής  Λεγεώνας  των  Waffen-SS, αλλά  αυτός  ο  φιλόδοξος  στόχος  δεν  πραγματοποιήθηκε  ποτέ. Η  ίδια  η  ΕΣΠΟ  σύντομα  διαλύθηκε  λόγω  έλλειψης  υποστήριξης.
Ο  φασισμός  και  ο  εθνικοσοσιαλισμός, όπως  όλα  τα  θεσμοποιημένα  σύγχρονα  αυταρχικά  συστήματα  της  Ευρώπης  εκείνου  του  καιρού, δεν  ανατράπηκαν  από  τα  μέσα  ούτε  διαβρώθηκε  η   εξουσία  τους – αλλά  καταστράφηκαν  λόγω  της  εξωτερικής  στρατιωτικής  ήττας. Η  μοίρα  όλων  σχεδόν  των  ευρωπαϊκών  φασιστικών  κινημάτων  είχε  συνδεθεί  υπέρμετρα  μ’ αυτήν  της  ναζιστικής  Γερμανίας. Η  τελευταία  απέκτησε  τέτοιο  έλεγχο  ή  ηγεμονία  πάνω  σ’ αυτά, ώστε  οι  φασίστες – οι  πιο  ακραίοι  εθνικιστές  της  ευρωπαϊκής  ιστορίας – στην  πορεία, παραδόξως, έχασαν  στις  περισσότερες  περιπτώσεις  την  ίδια  την  εθνική  τους  ανεξαρτησία. Στην  πραγματικότητα, η  οικτρή  θέση  του  ανδρείκελου  στην  οποία  κατέληξε  ο  Μουσολίνι  ήταν  ενδεικτική  μιας  κοινής  μοίρας. Είναι  γεγονός  ότι  ο  φασισμός, το  πιο  αντιφατικό  απ’ όλα  τα  σύγχρονα  επαναστατικά  και  ουτοπικά  κινήματα, έφτασε  στην  αυτοαναίρεση, και  σε  στρατιωτικό  επίπεδο  στην  αυτοκαταστροφή, με  τη  μορφή  της  φόρμουλας  του  Χίτλερ: «Όλα  ή  τίποτα». Σχεδόν  όλα  τα  φασιστικά  κινήματα, με  μικρές  μόνο  εξαιρέσεις, θεωρούσαν  τον  πόλεμο  ως  τον  υπέρτατο  κριτή, την  πιο  έγκυρη  αποστολή  του  έθνους. Η  αποτυχία  στην  ύστατη  δοκιμασία  αυτού  που  σε  μεγάλο  βαθμό – αν  και  όχι  αποκλειστικά – ήταν  ένας  φασιστικός  πόλεμος, κατέδειξε  με  τον  πιο  έκδηλο  τρόπο  τη  μη  βιωσιμότητα  και  την  αυτοκαταστροφική  φύση  του  φασιστικού  εγχειρήματος. Ήταν  ίσως  αναμενόμενο  ότι  το  πιο  μιλιταριστικό  σε  φιλοσοφικό  επίπεδο  απ’  όλα  τα  σύγχρονα  κινήματα  θα  γνώριζε  την  ολοκληρωτική  στρατιωτική  καταστροφή, κι  ότι  ένας  αγώνας  που  πήρε  τη  μορφή  ενός  τόσο  ολοκληρωτικού  και  ακραίου  πολέμου  θα  υφίστατο  μια  σχεδόν  εξίσου  ολοκληρωτική  καταστροφή:  Το  φασιστικό  δόγμα  και  η  θέληση  να  προχωρήσει  σε  πόλεμο, όχι  στις  πιο  εκτεταμένες  θεσμικές  δομές  στρατιωτικοποίησης, οι  οποίες  φυσικά  αναπτύχθηκαν  στα  κομουνιστικά  καθεστώτα.


Αν  και  όλα  σχεδόν  τα  φασιστικά  κινήματα  απέτυχαν  πλήρως  και  κατά  τη  διάρκεια  της  ειρηνικής  περιόδου, η  τελική  ήττα  ήταν  τόσο  βαριά  και  άνευ  όρων, ώστε  ο  ίδιος  ο  φασισμός  κατέστη  ανυπόληπτος  σε  τέτοιο  βαθμό, που  δεν  είχε  προηγούμενο  μεταξύ  των  μεγάλων  σύγχρονων  πολιτικών  κινημάτων. Οι  διαδικασίες  αποφασιστικοποίησης, αποναζιστικοποίησης  και  δίωξης  των  συνεργατών, που  πραγματοποιήθηκαν  με  διαφορετική  ένταση  σε  όλη  την  Ευρώπη, δεν  είχαν  ως  αποτέλεσμα  τόσο  την  τιμωρία  ή  την  προγραφή  της  πλειονότητας  των  φασιστών, τουλάχιστον  των  απλών  φασιστών, όσο  τον  πολιτικό  εξευτελισμό  του  κινήματος  και  της  ιδεολογίας  του. Αυτά  ήταν  τόσο  απόλυτα, που  τόσο  η  διευθέτηση  όσο  και  η  επόμενη  μέρα  του  Β΄ Παγκοσμίου  Πολέμου  θα  ήταν  πολύ  διαφορετικές  από  αυτές  του  Α΄ Παγκοσμίου  Πολέμου. Ακόμα  και  αν  τα  χρόνια  μετά  το  1945  φαίνεται  ότι  ήταν  μάρτυρες  μιας  ακόμα  ένοπλης  ανακωχής, διαφορετικής  από  αυτής  της  μεσοπολεμικής  Ευρώπης, στην  πραγματικότητα  θα  αποτελέσουν  ένα  μοναδικό  και  διακριτό  είδος  μιας  ιστορικής  μετάβασης  σε  μια  διαφορετική  εποχή.
Επίσημα, η  πιο  ακραία  και  πιο  βαθιά, θεωρητικά, αποφασιστικοποίηση  ήταν  οι  μαζικές  σταλινικές  εκκαθαρίσεις  στις  ανακατειλημμένες  περιοχές  της  Σοβιετικής  Ένωσης. Εκατομμύρια  άνθρωποι  στάλθηκαν  στα  γκουλάγκ, με  συνέπεια  πολλές  εκατοντάδες  χιλιάδες  να  πεθάνουν. Πολλοί  λίγοι  απ’ αυτούς  ήταν  αυθεντικοί  φασίστες. Η  αποφασιστικοποίηση  ήταν  ένα  τυχαίο  παραπροϊόν  της  σαρωτικής  εκκαθάρισης, που  σκοπό  είχε  την  εξάλειψη  κάθε  ενδεχόμενου  ίχνους  διαφωνίας. Σ’ ολόκληρη  την  υπό  σοβιετική  κατοχή  Ανατολική  Ευρώπη, τα  περισσότερα  χαμηλόβαθμα  πρώην  μέλη  των  φασιστικών  κομμάτων, μαζί  με  αρκετά  μικρομεσαία  ηγετικά  στελέχη, ήταν  καλοδεχούμενα  για  να  στελεχώσουν  τις  τάξεις  των  αρχικά  αναιμικών  τοπικών  κομουνιστικών  κομμάτων. Η  ψυχολογική  μετάβαση  φαίνεται  ότι  ήταν  εύκολη, για  προφανείς  λόγους. Για  την  αποναζιστικοποίηση  στη  Δυτική  Γερμανία, βλ. E.Davidson, The  Trial  of  Germans (Νέα  Υόρκη, 1966). B.F. Smith, The  Road  to  Nuremberg (Νέα  Υόρκη, 1981).  A. Tusa, The  Nuremberg  Trial  (Νέα  Υόρκη, 1984).
Αναλογικά, οι  πιο  εκτεταμένες  διώξεις  συνεργατών  στη  Δυτική  Ευρώπη  έλαβαν  χώρα  στην  Ολλανδία  και  το  Βέλγιο. Εντούτοις, ο  μεγαλύτερος  αριθμός  εκτελέσεων, έξω  από  τη  Σοβιετική  Ένωση, έλαβε  χώρα  στην  Ιταλία  και  τη  Γαλλία, όπου  ήταν  χιλιάδες  οι  φασίστες  και  οι  συνεργάτες  που  θανατώθηκαν  με  συνοπτικές  διαδικασίες  από  πολιτικές  ομάδες  επαγρύπνησης  και  κομουνιστικά  αποσπάσματα. Οι  εκτιμήσεις  για  το  σύνολο  των  ατόμων  που  σκοτώθηκαν  στη  Γαλλία  ποικίλλουν  από  40.000  το  ανώτερο  μέχρι  7.306  το  κατώτερο.


Δακτυλογράφηση: Βάσω  Κ.  Ηλιάδη.
Ενδεικτική βιβλιογραφία-Πηγές:
Στάνλεϊ Τζ. Πέϊν, Η  Ιστορία  του  Φασισμού  1914-1945, μετάφραση: Κώστας  Γεώρμας, πρόλογος: Στέφανος Ροζάνης, εκδόσεις  Φιλίστωρ, 2000.
http://www.el.wikipedia.org/wiki/ (Βικιπαίδεια,ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια–αναζήτησηλήμματος)
• http://www.matia.gr/library (ηλεκτρονική βιβλιοθήκη) > e-book της Αμαλίας Ηλιάδη > Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του
www.24grammata.com (ηλεκτρονική βιβλιοθήκη) > e-book της Αμαλίας Ηλιάδη > Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του
 • http://www1.ekebi.gr/fakeloi/fascism/index.htm (ψηφιακός φάκελος από την ιστοσελίδα του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου με τίτλο Ο φασισμός και ο ναζισμός στην Ευρώπη)


«Προτεινόμενες ερμηνείες για το φαινόμενο του φασισμού- ναζισμού από τη νεότερη και σύγχρονη ιστορική έρευνα»


Η  αντίληψη  ότι  ο  φασισμός  θα  πρέπει  κατά  κύριο  λόγο  να  κατανοηθεί  ως  φορέας  «του  καπιταλισμού»  ή  των  «μεγάλων  επιχειρήσεων», του  «χρηματιστικού  καπιταλισμού», του  «κρατικομονοπωλιακού  καπιταλισμού», ή  οιουδήποτε  λογικού  συνδυασμού  των  παραπάνω, είναι  μια  από  τις  πιο  παλιές  και  πιο  διαδεδομένες  ερμηνείες, και  για  πολλές  δεκαετίες  χρησίμευσε  ως  η  επίσημη  θεωρία  του κομουνισμού  για  το  φασισμό.
Αν  και  αργότερα  οι  διαφωνούντες  ή  οι  πιο  κριτικοί  κομουνιστές  θα  προσέφεραν  διεξοδικότερες  και  πιο  επεξεργασμένες  θεωρίες, η  «θεωρία  του  φορέα»  υιοθετήθηκε  από  την  Τρίτη  Διεθνή  το  1924  ως  η  επίσημη  ερμηνεία  του  φασισμού (και  του  γερμανικού  εθνικοσοσιαλισμού) και  κωδικοποιήθηκε  επίσημα  το  1935  στον  ορισμό  του  φασισμού  ως  «ανοικτής  τρομοκρατικής  δικτατορίας  των  πιο  αντιδραστικών, πιο  σοβινιστικών  και  πιο  ιμπεριαλιστικών  στοιχείων  του  χρηματιστικού  κεφαλαίου». Οι  κυριότεροι  Δυτικοί  μαρξιστές  υποστηρικτές  αυτής  της  αντίληψης  στη  δεκαετία  του ’30  ήταν  ο  Ρ. Πάλμε  Ντατ  και  ο  Ντανιέλ  Γκερίν.
Άμεσα  συναρτημένη  με  την  κομουνιστική  αντίληψη  του  φορέα  ήταν  η  έννοια  ενός  είδους  «παν-φασισμού», που  θεωρούσε  ότι  αφότου  ο  φασισμός  παρουσιάστηκε  ως  όργανο  του  χρηματιστικού  κεφαλαίου, όλες  οι  άλλες  δυνάμεις  που  «υπηρετούν»  τον  καπιταλισμό  ήταν  επίσης  «αντικειμενικά  φασιστικές». Σ’ αυτές  φιγουράριζαν  όχι  μόνον  όλες  οι  δεξιές  αυταρχικές  δυνάμεις  και  καθεστώτα, αλλά  επίσης, περισσότερο  προεξάρχοντες  και  ύπουλοι, μάλιστα, αυτοί, οι  σοσιαλδημοκράτες  που  στα  δημοκρατικά  συστήματα  «συνεργάζονταν»  με  τις  καπιταλιστικές  δυνάμεις. Έτσι, ήδη  από  το  1924, οι  σοσιαλιστές  έγιναν  «σοσιαλφασίστες» - που  αντικειμενικά  ήταν  οι  πιο  επικίνδυνοι  «φασίστες»  από  όλους  διότι  υποτίθεται  ότι  αντιπροσώπευαν  τους  εργάτες.
Τα  δόγματα  του  «παν-φασισμού»  και  του  «σοσιαλφασιμού»  άλλαξαν  λίγο  το  1935, αφότου  η  σοβιετική  ηγεσία  άρχισε  να  αναγνωρίζει  τη  σοβαρότητα  του  κινδύνου  του  πραγματικού  φασισμού  και  να  αναζητά  με  πιο  αντικειμενικό  μάτι  τις  πιθανές  εναλλακτικές  λύσεις.
Ήταν  λογικό  η  κατάκτηση  της  εξουσίας  από  τον  ηγέτη  ενός  επαναστατικού  αυταρχικού  κινήματος  στην  Ιταλία  και  η  δυνατότητα  δημιουργίας  ενός  καινούργιου  είδους  ριζοσπαστικής  δικτατορίας  να  συγκριθεί  με  την  ακραία  επαναστατική  δικτατορία  που  κατείχε  ήδη  την  εξουσία  στη  Σοβιετική  Ένωση. Στα  1922-23, φιλελεύθεροι  κριτικοί  όπως  ο  Μάριο  Μισιρόλι  και  ο  Λουίτζι  Σαλβατορέλι  ήταν  οι  πρώτοι  που  σχολίασαν  τις  ομοιότητες  στα  επαναστατικά  χαρακτηριστικά  του  φασισμού  και  του  κομουνισμού, ενώ  στο  Il  Fascio: Sinn  und  Wirklichkeit  des  italienischen  Fascismus, που  δημοσίευσε  στα  1924  ο  Γερμανός  σοσιαλδημοκράτης  Φριτς  Σοτχόφερ, δήλωνε  ότι  ο  φασισμός  και  ο  μπολσεβικισμός  ήσαν  «αδέλφια  όσον  αφορά  το  πνεύμα  της  βίας», μοιάζοντας  ο  ένας  με  τον  άλλο  σαν  «δύο  αντίπαλοι  στρατοί». Επίσης, την  ίδια  χρονιά, ο  Ότο  Μπάουερ  τόνιζε  τις  ομοιότητες  μεταξύ  των  δύο  κινημάτων, το  ένα  έχοντας  ήδη  εγκαταστήσει  και  το  άλλο  προσπαθώντας  να  εγκαταστήσει  μια  ολοκληρωτική  δικτατορία  ανεξάρτητη  από  την  κυριαρχία  συγκεκριμένων  κοινωνικών  τάξεων. Πολύ  σύντομα, πολλοί  συγγραφείς  άρχισαν  να  τονίζουν  αυτή  τη  θέση, και  αργότερα  ο  Λέον  Τρότσκι, προχωρώντας  πέρα  από  την  πρώτη  του  ανάλυση  περί  φασισμού (μια  εκδοχή  της  θέσης  του  βοναπαρτισμού), διακήρυξε  τη  θεμελιακή  ομοιότητα  μεταξύ  του  «ολοκληρωτικού  κράτους»  του  Χίτλερ  και  του  σοβιετικού  κράτους. Τα  κοινά  τους  χαρακτηριστικά  ήταν: η  ολοκληρωτική  δικτατορία, η  τρομοκρατία, η  συγκεντρωποιημένη  γραφειοκρατία  και  η  εξάλειψη  της  προλεταριακής  ισχύος. Εντούτοις, ο  Τρότσκι  δεν  μπορούσε  να  υιοθετήσει  τη  θέση  περί  «γενικού  ολοκληρωτισμού»  επειδή  εξακολουθούσε  να  πιστεύει  με  σιγουριά  ότι  η  γερμανική  μπουρζουαζία  σε  μεγάλο  βαθμό  είχε  διατηρήσει  την  οικονομική  της  ισχύ.
Ακόμα  και  οι  σοσιαλδημοκράτες  αισθάνονταν  υποχρεωμένοι  να  τονίσουν  τον  υποτιθέμενο  καπιταλιστικό  χαρακτήρα  του  φασισμού, έτσι  ώστε  η  θεωρία  του  «γενικού  ολοκληρωτισμού»  αναπτύχθηκε  αρχικά  από  μη  μαρξιστές  φιλελεύθερους  και  συντηρητικούς, οι  οποίοι  δεν  είχαν  την  ανάγκη  εμπλοκής  με – και  αναγωγής  σε – οικονομικά  επιχειρήματα. Ο  πρώτος  φιλελεύθερος  σχολιαστής  που  προσπάθησε  συστηματικά  να  αποδείξει  τις  ειδολογικές  ομοιότητες  ήταν  ο  Φρανσέσκο  Νίτι  στο  Bolschewismus, Fascismus und  Demokratie, που  δημοσιεύτηκε  το  1923. Ο  Λουίτζι  Στούρτσο  ήταν  ακόμα  πιο  κατηγορηματικός, ορίζοντας  το  μπολσεβικισμό  ως  «αριστερό  φασισμό»  και  το  φασισμό  ως  «δεξιό  μπολσεβικισμό».
Μια  ολοκληρωμένη  και  συστηματική  θεωρία  του  ολοκληρωτισμού  δεν  θα  παρουσιαζόταν  παρά  μετά  το  1945, όταν  το  φάσμα  μιας  Ευρώπης  κυριαρχούμενης  από  το  χιτλερισμό  αντικαταστάθηκε  από  αυτό  του  σταλινισμού. Η  ερμηνεία  που  διαμορφώθηκε  από  κάποιους  Δυτικούς  πολιτικούς  θεωρητικούς  πρότεινε  ότι  γενικότερα  ο  φασισμός  και  ειδικότερα  ο  γερμανικός  εθνικοσοσιαλισμός  δεν  συνιστούσαν  μια  απόλυτα  ιδιαίτερη  κατηγορία  ή  είδος, αλλά  ήταν  απλώς  μια  τυπική  έκφραση  ενός  ευρύτερου  και  πιο  δυσοίωνου  φαινομένου, του  ολοκληρωτισμού  του  20ού  αιώνα. Το  φαινόμενο  αυτό  θα  διαρκούσε  για  αρκετό  καιρό  αφότου  τα  συγκεκριμένα  φασιστικά  κινήματα  και  καθεστώτα  θα  είχαν  εξαφανιστεί. Η  πιο  ακριβής  διατύπωση  αυτής  της  προσέγγισης  ήταν  το  Totalitarian  Dictatorship  and  Autocracy, που  δημοσιεύτηκε  το  1956  από  τους  Καρλ  Τ. Φρίντριχ  και  Ζμπίγκνιου  Μπρεζίνσκι. Ως  ιδιαίτερα  χαρακτηριστικά  του  ολοκληρωτισμού  θεωρούσαν: την  ολιστική  επαναστατική  ιδεολογία, το  μαζικό  κόμμα  που  αριθμούσε  κατά  προσέγγιση  το  10%  του  συνολικού  πληθυσμού, την  πολιτική  της  συνεχούς  μαζικής  τρομοκρατίας, το  μονοπώλιο  της  στρατιωτικής  και  της  ένοπλης  ισχύος, τη  συνεχή  χειραγώγηση  των  μέσων  μαζικής  επικοινωνίας  και  τον  κεντρικό  έλεγχο  της  οικονομίας.
Η  έννοια  του  ολοκληρωτισμού  ήταν  πολύ  της  μόδας  στη  διάρκεια  της  δεκαετίας  του  ’50, αν  και  μάλλον  ως  ερμηνεία  των  κομουνιστικών  καθεστώτων. Όμως  τα  επόμενα  χρόνια  αυξήθηκαν  οι  κριτικές  εναντίον  αυτής  της  θεωρίας. Το  The  Origins  of  Totalitarianism  (1915)  της  Χάνα  Άρεντ  εξαιρούσε  την  κυβέρνηση  του  Μουσολίνι  από  την  κατηγορία  των  πραγματικά  ολοκληρωτικών  συστημάτων, αποδυναμώνοντας  έτσι  την  αντίληψη  ότι  ο  φασισμός  ως  γενική  κατηγορία  έτεινε  προς  τον  ολοκληρωτισμό.
Ο  φασισμός  δεν  ήταν  απλώς  αντιδραστικός, αλλά  μάλλον  ένα  ιδιαίτερο  είδος  επανάστασης  από  τα  δεξιά  που  βασιζόταν  στη  φυλή  και  σ’ έναν  συνδυασμό  μυστικιστικών, ακόμα  και  ημιαπόκρυφων  αντιλήψεων  που  χρησιμοποιήθηκαν  για  να  εθνικοποιήσουν  και  να  κινητοποιήσουν  τις  μάζες. Η  φασιστική  κουλτούρα  προσέφευγε  συνεχώς  και  επικαλούνταν  το  παρελθόν, ενώ  ταυτοχρόνως  επεδίωκε  τη  δημιουργία  μιας  καινούργιας  φυλής  ηρώων, έστω  κι  αν  στην  πράξη  οι  περισσότερες  από  τις  εθνικές  και  φυλετικές  αρχές  της  βασίζονταν  στην  αστική  ή  την  παραδοσιακή  ηθική. Ένα  από  τα  κύρια  χαρακτηριστικά  της  φασιστικής  τεχνικής  ήταν  η  «εκπλήρωση»  αυτών  των  ιδανικών  μέσω  καινούργιων  μορφών  δημόσιας  αισθητικής  και  τελετουργιών. Όλα  τα  φασιστικά  κινήματα  προσπάθησαν  να  δημιουργήσουν  μια  καινούργια  αίσθηση  εκπλήρωσης  για  τις  μάζες  μέσω  της  κοινότητας  και  της  συντροφικότητας  και  μια  καινούργια  κοινωνική  ιεραρχία  που  βασιζόταν  στη  λειτουργικότητα  παρά  στην  κοινωνική  θέση.
Ο  Φασισμός  ως  Προϊόν  του  Αγώνα  για  Εκμοντερνισμό  ή  ως  Στάδιο  της  Κοινωνικοοικονομικής  Ανάπτυξης: Υπάρχει  δηλαδή  και  η  ακριβώς  αντίθετη  ερμηνεία  που  όχι  απλώς  τονίζει  τη  χρήση  της  σύγχρονης  τεχνολογίας  από  το  φασισμό  αλλά  τονίζει  επίσης  τις  θεμελιακά  εκμοντερνιστικές  του  λειτουργίες  και  σκοπούς. Αυτή  η  προσέγγιση  παρουσιάστηκε  πιθανόν  για  πρώτη  φορά  στα  δοκίμια  του  Φραντς  Μπόρκεναου, που  το  1933  ερμήνευσε  τον  ιταλικό  φασισμό  ως  ένα  είδος  «αναπτυξιακής  δικτατορίας».
Θα  πρέπει  να  σημειώσουμε  εδώ  ότι  καθώς  περνούσαν  τα  χρόνια  κάποιοι  από  τους  μαρξιστές  ερμηνευτές, όπως  οι  «Giulio  Acquila» (G. Sas), Mihaly  Vajda  και  Alexander  Galkin, έχουν  επίσης  αναγνωρίσει  ότι  ο  ιταλικός  φασισμός  ενθάρρυνε  τον  εκμοντερνισμό  και  την  οικονομική  ανάπτυξη. Ο  Vajda  έγραψε  ότι  ο  φασισμός  συνιστούσε  στην  πραγματικότητα  «τη  μόνη  προοδευτική  λύση»  για  την  Ιταλία  του  1922, ο  δε  σοσιαλισμός  είχε  γίνει  «αντιδραστικός», Vajda, «Crisis  and  the  Way  Out: The  Rise  of  Fascism  in  Italy  and  Germany», Telos, 12. (Καλοκαίρι  1972), 3-26. Ο  Galkin  συμφωνούσε  σε  γενικές  γραμμές  και  δήλωνε  ότι  ο  φασισμός  ήταν  «εγγενώς  επαναστατικός  στην  περίπτωση  της  Ιταλίας» («Capitalist  Society”).
Άλλοι  αναλυτές  είναι  πρόθυμοι  να  συμφωνήσουν  σ’ αυτό  το  σημείο, αν  και  κυρίως  σε  ό,τι  αφορά  την  Ιταλία, διαχωρίζοντας  τα  «δύο  πρόσωπα»  του  φασισμού. Το  πρώτο, σε  συγκεκριμένες  υπανάπτυκτες  χώρες, είχε  ως  στόχο  αλλά  και  ως  αποτέλεσμα  την  επιτάχυνση  του  εκμοντερνισμού, ενώ  το  δεύτερο, στη  Γερμανία  και  σε  μερικές  άλλες  χώρες, ήταν  αντιδραστικό  και  θεμελιακά  αντινεωτερικό. Ο  Otto-Ernst  Schuddekopf  αναγνώρισε  στον  ιταλικό  φασισμό  ένα  «αντι-αντιδραστικό  μαζικό  κίνημα»  που  παρήγαγε  αυτό  που  σε  ένα  βαθμό  ήταν  μια  «αναπτυξιακή  δικτατορία». Schuddekopf, Revolutions of Our  Time: Fascism  (Νέα  Υόρκη, 1973), 99, 112.
Ο  Α. Τζέιμς  Γκρέγκορ  έχει παρουσιάσει την τολμηρότερη θέση απ΄όλους , τουλάχιστον όσον αφορά τον ιταλικό φασισμό. Το  επιχείρημά του είναι ότι ο τελευταίος εξελίχτηκε σε μια συνεκτική ιδεολογία βασισμένη σε έναν σταθερό πυρήνα καινούριων κοινωνικών, πολιτικών και  φιλοσοφικών ιδεών, και ότι ο φασισμός, περισσότερο από τον κομμουνισμό, ήταν, σε  πολλές  από  τις  εκφάνσεις  του, η  τυπική  επανάσταση  του  20ού  αιώνα, όντας  ο  πρώτος  που  παρουσίασε  καινούργιες  συνεκτικές  αντιλήψεις  και  τεχνικές  εθνικής  επανάστασης, αυξανόμενους  ρυθμούς  ανάπτυξης  και  τη  συσσωματική  δικτατορία. Ο  ιταλικός  φασισμός, ιδιαίτερα, ορίζεται  ως  το  πρότυπο  της  αναπτυξιακής  δικτατορίας  που  βασίζεται  στην  κινητοποίηση  των  μαζών, σχεδιασμένης  να  επιτύχει  ένα  μεγάλο  εύρος  νεωτεριστικών  στόχων  και, άρα, ένα  μοντέλο  για  την  Ισπανία, την  Ελλάδα  και  ποικίλες  άλλες  «τριτοκοσμικές»  χώρες  που  πέτυχαν  σημαντικούς  ρυθμούς  ανάπτυξης  υπό  αυταρχικές  κυβερνήσεις.
Ο  Έρνστ  Νόλτε  διακρίνει  μεταξύ  αυτού  που  αποκαλεί  «κανονικό  φασισμό»  της  Ιταλίας  και  του  «ριζοσπαστικού  φασισμού»  της  Γερμανίας.
Κάποιοι  από  τους  πιο  εμβριθείς  μελετητές  του  φασισμού  έχουν  αρνηθεί  να  τον  κατηγοριοποιήσουν  με  απλούς  πολιτικούς, κοινωνικούς  ή  οικονομικούς  όρους, και  θεωρούν  ότι  ο  φασισμός  είναι  ένα  μοναδικό  ιστορικό  φαινόμενο  που  προσπάθησε  να  συνθέσει  ή  να  συμβολίσει  τα  ειδικά  χαρακτηριστικά  ενός  ιδιαίτερου  ιστορικού  ρεύματος  των  αρχών  του  20ού  αιώνα. Έτσι, ο  Έρνστ  Νόλτε  απέρριψε  τις  περισσότερες  από  τις  προηγούμενες  ερμηνείες  γιατί  ασχολούνταν  με  παράγοντες  που  ήταν  είτε  δευτερεύοντες  είτε  άσχετοι. Θεωρεί  ότι  ο  φασισμός  είναι  κυρίως  ένα  μεταπολεμικό  φαινόμενο, δηλαδή  προϊόν  συγκεκριμένων  πολιτικών, πολιτισμικών  και  ιδεολογικών  φιλοδοξιών  που  αναδύθηκαν  στο  γύρισμα  του  αιώνα  και  στόχευαν  στη  δημιουργία  μιας  ριζοσπαστικής  νέας  τάξης, με  καινούργιες  αξίες  και  δόγματα, μιας  τάξης  που  απέρριπτε  τα  συγκεκριμένα  προτάγματα  «υπερβατικότητας» και  ζητούσε  μια  εναλλακτική  επανάσταση  της  Δεξιάς. Γι’ αυτόν, ο  φασισμός  είναι  προϊόν  της  εποχής  των  παγκοσμίων  πολέμων  και   του   μπολσεβικισμού. Θέλησε  να  αντισταθμίσει  τον  τελευταίο  υιοθετώντας  κάποιες  από  τις  δομές  και  τις  τεχνικές  του. ( E. Nolte, Three  Faces  of  Fascism  (Νέα  Υόρκη, 1966). Αργότερα  ο  Νόλτε  αντέδρασε  θετικά  στην  κριτική  ότι  μπορεί  να  υπερέβαλε  την  κατηγορία  του  γενικού  φασισμού  και  να  την  παρουσίασε  ως  τον  βασικό  εχθρό  της  δημοκρατίας, τονίζοντας  σε  γραπτά  του  ’70 και  του  ’80  ότι  ο  φασισμός   ήταν  απλώς  μια  πλευρά  του  ολοκληρωτισμού, η  πιο  πρώιμη  και  η  πιο  καταστροφική  μορφή  του  οποίου  ήταν  ο  σοβιετικός  κομουνισμός, χωρίς  τον  οποίο, στην  πραγματικότητα, ο  φασισμός  μπορεί  να  μην  είχε  υπάρξει).
Υπάρχει  άλλη  μια  ερμηνεία, η  οποία  θεωρεί  το  φασισμό – και  μερικές  φορές  όλα  τα  σύγχρονα  ουτοπικά  επαναστατικά  κινήματα – ως  «πολιτική  θρησκεία», γνωστική, μυστικιστική  και  ολιστική, πέρα  από  κανονικές  πολιτικές  αντιλήψεις  και  επιχειρήματα. Ο  Αυστριακός  φιλόσοφος  Έρικ  Βέγκελιν  στο   Politische  Religionen  (1938), που  δημοσιεύτηκε  την  παραμονή  της  εισόδου  των  ναζί  στη  Βιέννη, πιστεύει  ότι  αυτό  ισχύει  ιδιαίτερα  για  τον  ιταλικό  φασισμό, τον  γερμανικό  εθνικοσοσιαλισμό  καθώς  επίσης  και  για  τον  σοβιετικό  κομουνισμό. Παρομοίως, ο  Τζέιμς  Ρόουντ  ερμήνευσε  τον  εθνικοσοσιαλισμό  ως  «μια  μοντέρνα  χιλιαστική  επανάσταση».
Μετά  το  1945, μερικοί  νεοφασίστες  επιχειρηματολογούσαν  λέγοντας  ότι  ο  φασισμός  ήταν  πάνω  απ’  όλα  ένας  «μύθος», ένα  καινούργιο  σύστημα  ιδεών  και  αξιών. Σίγουρα, στην  τελική  του  μορφή, ο  φασισμός  συνιστούσε  την  πιο  ακραία  ηθική  και  πολιτισμική  επανάσταση  του  20ού  αιώνα. Ήταν  η  μόνη  ιδεολογία  που  αντέστρεψε  τα  δόγματα  του  εξισωτισμού, λανθάνοντα  τόσο  στον  καπιταλισμό  όσο  και  στο  σοσιαλισμό.
Ορισμένοι  μελετητές  από  πολύ  νωρίς  αντιλήφθηκαν  ότι  ο  ευρωπαϊκός  φασισμός  δεν  ήταν  κάτι  το  ομοιογενές  αλλά  συμπεριλάμβανε  μια  σειρά  από  διακριτές  υποκατηγορίες. Υπάρχουν  ποικίλες  προσεγγίσεις  αυτού  του  προβλήματος. Ο  Γιουτζίν  Βέμπερ  διακρίνει  δύο  γενικές  υποκατηγορίες  ή  τάσεις  μεταξύ  των  φασιστικών  κινημάτων: τους  καθαυτό  «φασίστες», τον  ιταλικό  φασισμό  και  τους  «εθνικοσοσιαλιστές». Ο  Βέμπερ  διατείνεται  ότι  ο  ιταλικός  τύπος  ήταν  πραγματιστικός  (και  γι’ αυτό  πιο  μετριοπαθής, ακόμα  και  συντηρητικός)  και  ο  εθνικοσοσιαλιστικός  τύπος  πιο  φανατικός  και  με  κίνητρα  βασισμένα  σε  θεωρητικές  αρχές, άρα  πιο  ριζοσπαστικός  και  καταστροφικός. Προσφάτως, ο  Άλαν  Κάσελς, παίρνοντας  ως  βάση  τις  εκσυγχρονιστικές  και  αντιδραστικές  στάσεις  αυτών  των  κινημάτων, πρότεινε  το  διαχωρισμό  μεταξύ  των  φασιστών  της  Νοτιοδυτικής  Ευρώπης  και  των  κεντροευρωπαϊκών  εθνικοσοσιαλιστών. Ο  Βόλφγκανγκ  Σάουερ  διακρίνει  μεταξύ  τριών  διαφορετικών  «υποκατηγοριών  του  φασισμού»: τον  «αρχικό  μεσογειακό». Τα  «ποικίλα  βραχύβια  καθεστώτα»  της  Ανατολικής-Κεντρικής  Ευρώπης, που  συνιστούσαν  ένα  «μεικτό  ή  όχι  πλήρως  ανεπτυγμένο  είδος. Και  τον  γερμανικό  ναζισμό  ως  μια  ιδιαίτερη  μορφή».
Ας διακρίνουμε τον φασισμό, γιατί μπορούμε, σύμφωνα με τα δεδομένα της ιστορίας, σε πέντε  ή σε εφτά είδη:
1.Ο  παραδειγματικός  ιταλικός  φασισμός, πλουραλιστικός, ποικίλος  και  δυσπρόσιτος  σε  απλοϊκές  ερμηνείες. Κάποιες  μορφές  του, σε  μεγάλο  μέρος  παράγωγά  του, εμφανίστηκαν  στη  Γαλλία, την  Αγγλία, το  Βέλγιο, την  Αυστρία, την  Ουγγαρία, τη  Ρουμανία, και  πιθανόν  ακόμα  και  στη  Βραζιλία.
2.Ο  γερμανικός  εθνικοσοσιαλισμός, το  μοναδικό  φασιστικό  κίνημα  που  πέτυχε  να  επιβάλει  μια  ολοκληρωτική  δικτατορία  και, έτσι, να  αναπτύξει  το  δικό  του  σύστημα.  Κινήματα  κάπως  παράλληλα  με  αυτόν  ή  παράγωγά  του  αναδύθηκαν  στη  Σκανδιναβία, τις  Κάτω  Χώρες, τα  κράτη  της  Βαλτικής  και  την  Ουγγαρία, και, με  νόθο  τρόπο, σε  αρκετά  από  τα  κράτη-δορυφόρους  στη  διάρκεια  του  πολέμου. Ο  ιταλικός  και  ο  γερμανικός  τύπος  ήταν  οι  δύο  κυρίαρχες  μορφές  του  φασισμού.
3.Ο  ισπανικός  φαλαγγισμός. Αν  και  ως  ένα  βαθμό  παράγωγο  της  ιταλικής  μορφής, κατέστη  ένα  είδος  καθολικού  και  πολιτισμικά  πιο  παραδοσιοκρατικού  φασισμού  που  ήταν  πιο  περιθωριακός.
4.Το  ρουμανικό  κίνημα  της  Λεγεώνας  ή  της  Σιδηράς  Φρουράς, μια  μυστικιστική, κοινοτική  μορφή  ημιθρησκευόμενου  φασισμού  που  αντιπροσώπευε  το  μόνο  αξιοσημείωτο  κίνημα  αυτού  του  τύπου  σε  ορθόδοξη  χώρα. Και  αυτό  ήταν  περιθωριακό.
5.Οι  «ουγγριστές»  του  Ζαλάσι  ή  το  κίνημα  του  Σταυρού-Βέλους, κάπως  διαφορετικοί  από  τους  Ούγγρους  εθνικοσοσιαλιστές  ή  τους  Ούγγρους  υποστηρικτές  ενός  πιο  μετριοπαθούς  και  πραγματιστικού  κινήματος  ιταλικού  τύπου. Για  μια  μικρή  περίοδο  ήταν  ίσως  το δεύτερο  πιο  δημοφιλές  φασιστικό  κίνημα  στην  Ευρώπη.


Εφόσον  ο  φασισμός  ήταν  ένα  είδος  πολιτικής  με  νεοφανή  στοιχεία  που  άργησε  να  αναδυθεί, μεγάλο  μέρος  των  ηγετών  του  αλλά  ακόμα  και  των  απλών  ακτιβιστών  ξεκίνησαν  τις  πολιτικές  τους  καριέρες  συνεργαζόμενοι  με  μη  φασιστικές  ομάδες, συνήθως  της  ριζοσπαστικής  Αριστεράς  ή  της  καθολικής  και  αυταρχικής  Δεξιάς. Η  μεταστροφή  τους  προς  τη  φασιστική  πολιτική  και  οργάνωση  σπάνια  ήταν  άμεση  και  ολοκληρωτική. Μερικές  φορές  γι’ αυτή  τη  μεταστροφή  χρειάστηκε  μια  μακρά  περίοδος  πέντε ή  και  περισσοτέρων  ετών, και  κάποιες  φορές αυτή  η  μεταστροφή  δεν  ήταν  πλήρης, φτάνοντας  στα  όρια  ενός  ατελούς  πρωτοφασισμού. Έτσι, εν  μέσω  των  εντάσεων  της  δεκαετίας  του  ’30, πολλές  ομάδες  και  κινήματα  αποκηρύχθηκαν  ως  φασιστικά  παρόλο  που  δεν  παρουσίαζαν  τα  γενικά  χαρακτηριστικά  του  φασισμού  αλλά  απλώς  προσανατολίζονταν  προς  κάποιες  από  τις  ιδέες  του  φασιστικού  δόγματος  και  στιλ. Ή  μπορεί  απλώς  να  είχαν  αρχίσει  να  επιδεικνύουν  κάποια  από  τα  εξωτερικά  «στολίσματα» των  φασιστικών  οργανώσεων, όπως  συχνά  ήταν  η  περίπτωση  με  τις  δεξιές  ομάδες, χωρίς  στην  πραγματικότητα  να  υιοθετούν  το  ριζοσπαστικό  πνεύμα, τα  γενικά  δόγματα  και  τους  γενικούς  στόχους  του  φασισμού. Μέσα  στον  ίλιγγο  που  προκάλεσε  η  φασιστική  πολιτική  στη  διάρκεια  της  δεκαετίας  της  ύφεσης, πολλές  ομάδες  που  συνδέονταν  περιθωριακά  με  το  φασισμό  μεταμφιέστηκαν  σε  φασιστικές  και  πολλές  φορές  θεωρήθηκαν  φασιστικές. Τέτοιες  μεταμφιέσεις  προκάλεσαν  σύγχυση  όχι  μόνο  στους  αναλυτές  και  τους  ιστορικούς  των  επόμενων  γενεών  αλλά  και  στους  ίδιους  τους  αρχικούς  φασίστες  από  τη  στιγμή  που  το  καθεστώς  του  Μουσολίνι  προχώρησε  προς  το   διευρυμένο  δόγμα  του  «καθολικού  φασισμού»  κι  έτσι  αντιμετώπισε  το  πρόβλημα  του  προσδιορισμού  στοιχείων  συγγενικών  με  το  φασισμό, των  συμπαθούντων, καθώς  και  στοιχείων  που  προχωρούσαν  προς  το  φασισμό  ή  που  θα  μπορούσαν  να  μετατραπούν  σε  φασίστες.
Δεύτερη κατηγοριοποίηση:
1. Το  καθεστώς  του  Χίτλερ, η  πιο  ακραία  έκφραση  της  γενικής  κατηγορίας  του  φασισμού  και  το  μόνο  ολοκληρωμένο  φασιστικό  σύστημα-καθεστώς. Προσπάθησε  να  εξαλείψει  τον  πλουραλισμό, και  τον  τελευταίο  χρόνο  της  ζωής  του  το  είχε  σχεδόν  επιτύχει. Εντούτοις, το  γεγονός  ότι  το  χιτλερικό  καθεστώς  ήταν  η  μόνη  περίπτωση  πλήρως  ελεγχόμενου  από  τους  φασίστες  συστήματος  δεν  θα  πρέπει  να  μας  οδηγήσει  στο  συμπέρασμα  ότι  πραγματοποίησε  όλες  τις  εγγενείς  τάσεις  όλων  των  φασιστικών  κινημάτων, διότι  αντιπροσώπευε  απλώς  μια  συγκεκριμένη  έκφρασή  τους.
2. Το  μουσολινικό  καθεστώς, που  σε  μεγάλο  βαθμό  δημιουργήθηκε  πάνω  στη  βάση  του  αρχικού  φασιστικού  κινήματος  αλλά  στην  πραγματικότητα, όταν  στη  συνέχεια  ανέλαβε  την  εξουσία, εξελίχθηκε  ως  μια  περιορισμένη  και  ακόμα  ημι  πλουραλιστική  δικτατορία  στην  οποία  το  κόμμα  ήταν  σε  μεγάλο  βαθμό  υποταγμένο  στο  κράτος  και  στο  σύστημα  παρά  στην  κυριαρχία  του  ηγέτη. Όπως  έχουν  παρατηρήσει  πολλοί  αναλυτές, το  ίδιο  το  κράτος  απέτυχε  να  πραγματοποιήσει  τις  θεωρητικές  του  ολοκληρωτικές  φιλοδοξίες  (και, στην  πράξη, ο  όρος  ερμηνεύτηκε  πολύ  πιο  χαλαρά).
3. Δορυφορικά  φασιστικά  και  αυταρχικά  καθεστώτα  που  ιδρύθηκαν  στη  διάρκεια  του  Β΄ Παγκοσμίου  Πολέμου  από  την  ή  λόγω  της  ναζιστικής  αυτοκρατορίας. Τα  μόνα  καθεστώτα  που  μπορούν  να  αποκληθούν  αυθεντικά  φασιστικά  ήταν  των  Ουστάσι  και  του  Σταυρού-Βέλους. Όμως  ακόμη  κι  αυτά  ήταν  μάλλον  καθεστώτα-μαριονέτες  παρά  αυθεντικά  δορυφορικά  συστήματα. Τα  δύο  καθεστώτα  που  εμπίπτουν  σ’ αυτή  την  κατηγορία  ήταν  στη  Γαλλία  του  Βισί  και  στη  Σλοβακία. Τα  πολιτικά  τους  συστήματα  δεν  ήταν  φασιστικά  αλλά  πιο  πολύ  παρόμοια  με  αυτά  των  κατηγοριών  5  και  6  παρακάτω.
4. Οι  συγκρητικές  δικτατορίες  που  βασίζονταν  σε  μια  μη  φασιστική  αρχή  του  ηγέτη. Ήταν  προϊόντα  της  στρατιωτικής  διοίκησης  ή  μερίδων  παραδοσιακά  νομιμοποιημένων  (ή  και  των  δύο)  και  ενός  ημιπλουραλιστικού  εθνικού  συνασπισμού, εμπεριείχαν  όμως  και  αρκετά  στοιχεία  φασιστικού  κόμματος. Τα  κυριότερα  παραδείγματα  είναι  η  Ισπανία  από  το  1937  έως  το  1945  και  η  Ρουμανία  από  το  1940  έως  το  1941 (ή  το  1944).
5.  Συγκρητικά  ημιπλουραλιστικά  αυταρχικά  καθεστώτα  των  οποίων  οι  κυβερνήσεις  δεν  είχαν  μαζική  υποστήριξη  ή  κάποιο  ιδιαίτερο  καινούργιο  κομματικό  σύστημα. Τα  καθεστώτα  αυτά  αγωνίζονταν  να  αναπτύξουν  ένα  ημιγραφειοκρατικό,  ημιφασιστικό  κίνημα  από  τα  πάνω  προς  τα  κάτω, αλλά  οι  προσπάθειές  τους  αποτύγχαναν. Τέτοια  παραδείγματα  είναι: η  Γιουγκοσλαβία, 1929-39, η  Πολωνία, 1937-39. Η  Ρουμανία, 1938-40. Η  Λιθουανία  στη  δεκαετία  του  ’30. Και  ως  ένα  βαθμό  η  Ελλάδα, 1936-41. Η  περίπτωση  της  Αργεντινής  του  Περόν  έχει  κάποιες  ελαφρές  ομοιότητες  μ’  αυτό  τον  τύπο.
6. Συντηρητικά  ή  πραιτοριανά  γραφειοκρατικά-εθνικά  καθεστώτα  που  ήταν  ημιπλουραλιστικά  και  δεν  κατέβαλλαν  ιδιαίτερες  προσπάθειες  κινητοποίησης  των  μαζών. Τέτοια  παραδείγματα  είναι:  η  Ισπανία, 1923-30 (και  ως  ένα  βαθμό  και  πάλι  μετά  το  1945). Η  Βραζιλία  υπό  τον  Βάργκας. Οι  καινούργιες  λατινοαμερικάνικες  δικτατορίες  των  δεκαετιών  του  ’60  και  του  ’70. Η  Ελλάδα  των  συνταγματαρχών, 1967-74. Και  διάφορα  τριτοκοσμικά  στρατιωτικά  καθεστώτα.
7. Μετριοπαθή  αυταρχικά  καθεστώτα  που  διατήρησαν  μέρος  των  φιλελεύθερων  και  κοινοβουλευτικών  λειτουργιών  των  συστημάτων  τους, όπως  η  Ουγγαρία  υπό  τον  Χόρθι, το  καθεστώς  του  Πιλσούντσκι  στην  Πολωνία  στην  πρώτη  του  φάση  (1926-35), το  Μεξικό  υπό  το  PRI, τα  καθεστώτα  της  Λετονίας  και  της  Εσθονίας  στα  μέσα  της  δεκαετίας  του  ’30, η  Βουλγαρία  από  το  1933  έως  το  1944, και  κάποιες  τριτοκοσμικές  «καθοδηγούμενες  δημοκρατίες».
Όλοι  αυτοί  οι  περιορισμοί  καθιστούν  αμφίβολο  έναν  γενικό  ορισμό  του  φασισμού  με  βάση  μια  καθεστωτική  δομή  που  θα  είναι  τυπικά  αλλά  και  ολοκληρωτικά  φασιστική. Ακόμα  και  το  χιτλερικό  καθεστώς – το  μοναδικό  καθεστώς  όπου  για  πάνω  από  μια  δεκαετία  κυριαρχούσαν  ένα  φασιστικού  τύπου  κόμμα  και  ο  ηγέτης  του – δεν  είχε  αρκετό  χρόνο  ώστε  να  αναπτύξει  μια  πλήρη  και  ολοκληρωμένη  δομή.
Μέσα  σε  δύο  χρόνια  ο  πρώιμος  φασισμός  έχασε  την  οιονεί  αριστερή  του  ταυτότητα, αλλά  η  μεταστροφή  του  για  να  εξυπηρετήσει  τη  Δεξιά  δεν  εμπεριείχε  κάποια  αντίθεση  με  τον  εκμοντερνισμό.  Αν  και  η  ακραία  εκκοσμίκευση  δεν  τονιζόταν  πια  με  την  ίδια  ένταση, εντούτοις  ο  φασισμός  παρέμενε  κοσμικός  και  θεμελιακά  αντικληρικός. Η  ανανεωμένη  έμφαση  στην  πολυταξική  συνεργασία  δεν  αντιτίθετο  στη  σύγχρονη  ανάπτυξη, αλλά  τονιζόταν  εμφατικά  ως  μια  απαραίτητη  προϋπόθεση  της. Σύμφωνα  με  τη  λογική  των  φασιστών, ο  Λένιν  αποκηρύχθηκε  όχι  γιατί  ήταν  επαναστάτης  αλλά  γιατί  εφάρμοζε  έναν  μονοταξικό  προλεταριακό  κρατικό  κολεκτιβισμό, που  ήταν  αδύνατο  να  προωθήσει  τη  σύγχρονη  ανάπτυξη  σε  όλες  της  τις  πλευρές. Ο  Ρέντσο  Ντε  Φελίτσε  τείνει  να  βλέπει  το  φασισμό  ως  μια  αυθεντικά  νεωτερική  και  εκμοντερνιστική  δύναμη, από  κάποιες  απόψεις  κληρονόμο  κεντρικών  στοιχείων  της  Γαλλικής  Επανάστασης. Ο  Ντε  Φελίτσε  θεωρεί  ότι  αυτά  τα  στοιχεία  ήταν  εντονότερα  στην  κινηματική  φάση  του  φασισμού, αν  και  παρουσιάζονταν  σε  διαφορετικούς  βαθμούς  στο  καθεστώς  του  Μουσολίνι  που  επακολούθησε.
Ήδη  από  το  δεύτερο  μισό  της  δεκαετίας  του  1920  έγινε  φανερό  ότι  αυτό  που  διέκρινε  τη  φασιστική  οικονομική  πολιτική  δεν  ήταν  η  αντίθεσή  της  στην  εκβιομηχάνιση  και  τον  εκμοντερνισμό  αλλά  ο  προσανατολισμός  προς  την  αυτάρκεια, την  ανεξαρτησία  και  την  ανάπτυξη  βιομηχανιών  όπως  οι  χημικές  και  η  μεταλλουργία  που  θα  ήταν  πιο  χρήσιμες  στη  στρατιωτική  ανάπτυξη  (όλες  αυτές  οι  τάσεις  είχαν  αντιστοιχίες  με  αυτές  της  Σοβιετικής  Ένωσης). Η  πολυδιαφημισμένη  επιβολή  της  Quota  Novanta  που  υποτίμησε  τη  λιρέτα  το  1926  ήταν  κατά  ένα  μέρος  ζήτημα  διεθνούς  κύρους, αλλά  ήταν  επίσης  η  πρώτη  δραματική  κατάδειξη  της  απομάκρυνσης  από  μια  εξαγωγικά  προσανατολισμένη  οικονομία  όπως  αυτή  που  πυροδότησε  τη  σχετικά  ταχεία  οικονομική  ανάπτυξη  του  πρώτου  μισού  της  δεκαετίας  του  ’20. Οι  κύριες  οικονομικές  προτεραιότητες  του  καθεστώτος  μπορούν  να  θεωρηθούν  «αντινεωτερικές»  αν  τις  συγκρίνουμε  με  αυτές  της  παγκόσμιας  οικονομίας  πριν  από  το  1914, στη  διάρκεια  της  δεκαετίας  του  ’20  και  μετά  το  1950. Αυτό  όμως  ήταν  ένα  θεμελιακό  χαρακτηριστικό  που  το  μοιραζόταν  όχι  μόνο  με  τη  ναζιστική  Γερμανία  αλλά  και  με  τη  Σοβιετική  Ένωση  και  πολλές  άλλες  εθνικιστικές  και  κομουνιστικές  δικτατορίες  του  αιώνα. Επιπλέον, η  φασιστική  Ιταλία  αύξαινε  συνεχώς  το  ρυθμό  εγχώριας  παραγωγής  τροφίμων  στη  δεκαετία  του  ’30, σε  αντίθεση  με  το  νεωτερικό  επαναστατικό  μοντέλο  της  Σοβιετικής  Ένωσης.
Η  εκβιομηχάνιση  δεν  είναι  παρά  ένας  από  τους  κύριους  δείκτες  του  εκμοντερνισμού. Ένα  από  τα  πιο  χαρακτηριστικά  γνωρίσματα  του  ιταλικού  καθεστώτος  στην  εποχή  του  ήταν  η  έμφαση  που  έδινε  στην  οικολογία, στο  ridimensionamento  της  εθνικής  κοινωνικοοικονομικής  δομής, που  στόχο  του  είχε  να  ελέγξει  την  αστικοποίηση, να  βελτιώσει  τις  περιβαλλοντικές  συνθήκες, να  προωθήσει  την  αναδάσωση  και  να  διατηρήσει  ένα  μεγάλο  ποσοστό  του  αγροτικού  πληθυσμού  στην  ύπαιθρο. Στη  δεκαετία  του  1980  τέτοιες  αντιλήψεις  αποτελούν  κοινό  τόπο, αλλά  για  κάποιο  λόγο, όταν  στη  δεκαετία  του  ’30  τις  προωθούσαν  οι  φασίστες, θεωρήθηκαν  μάλλον  «αντινεωτερικές»  παρά  διορατικές  και  προνοητικές.
Από  μια  άποψη, η  φασιστική  οικολογία  φαίνεται  ότι  ήταν  ένα  διορατικό  προαίσθημα  των  προβλημάτων  του  εξαστισμού  και  της  εκβιομηχάνισης κατά  τον  20ό  αιώνα, πολύ  πριν  οι  σοσιαλδημοκράτες   αρχίσουν  να  αναγνωρίζουν  αυτά  τα  προβλήματα.
Ακόμα, το  φασιστικό  καθεστώς  προχώρησε  στη  θεμελιακή  αναδιοργάνωση  του  ιταλικού  τραπεζικού  συστήματος  και  του  πολιτικού, εμπορικού  και  ποινικού  δικαίου  του  κράτους. Αυτές  οι  μεταρρυθμίσεις  έχουν  επιζήσει  του  φασισμού  και  αποτελούν  στοιχείο  των  βασικών  μεταπολεμικών  δομών. Όλα  αυτά  ήταν  θεμελιακά  επιτεύγματα  στην  προσπάθεια  θεσμικού  εκσυγχρονισμού  και  εκμοντερνισμού.
Η  φασιστική  εκπαιδευτική  μεταρρύθμιση  που  εισήγαγε  ο  Τζοβάνι  Τζεντίλε  ήταν  καθαρά  κλασικιστική  παρά  εκσυγχρονιστική, αφιερώνοντας  πολύ  περισσότερο  χρόνο  στις  ανθρωπιστικές  σπουδές  παρά  στις  επιστήμες.
Ο  Μουσολίνι  ανέπτυξε  την  αντίληψη  ότι  το  δημιουργικό  μέλλον  βασίζεται  στη  γενική  λιτότητα, στο  να  «τρώνε  οι  άνθρωποι  λιγότερο».  Το  καθεστώς  απόλαυσε  τον  μεγαλύτερο  βαθμό  επιτυχίας  στην  προώθηση  των  σπορ  και  των  δραστηριοτήτων  του  ελεύθερου  χρόνου.
Οι  δύο  πιο  γνωστοί  υποστηρικτές  της  αντίληψης  ότι  το  Τρίτο  Ράιχ  ήταν  σε  κοινωνικό  επίπεδο  εκμοντερνισμένο  είναι  ο  Ραλφ  Ντάρεντορφ  και  ο  Ντέιβιντ  Σονμπάουμ. Ο  Ντάρεντορφ   ισχυρίζεται  ότι  ο  εθνικοσοσιαλισμός  προώθησε  «την  κοινωνική  επανάσταση»  επιφέροντας  «τη  ρήξη  με  την  παράδοση, δίνοντας  έτσι  μια  ισχυρή  ώθηση  στη  νεωτερικότητα», καταστρέφοντας  τα  κοινωνικά  εμπόδια  που  κληρονόμησε  από  την  εποχή  του  Βίλχελμ. Ο  Σονμπάουμ  στο  Hitler’s  Social  Revolution  παρουσιάζει  την  ίδια  άποψη, αν  και  επισημαίνει  ότι, μερικές  φορές, οι  κοινωνικές  αλλαγές  στόχευαν  πιο  πολύ  στη  δημιουργία  μιας  κοινωνικής  θέσης  ψυχολογικού  τύπου  παρά  προς  αυτές  καθαυτές  τις  κοινωνικές  δομές. Παρ’ όλ’ αυτά, καταλήγει  ότι  έλαβαν  χώρα  ταυτόχρονα  μια  «ταξική  επανάσταση  και  μια  επανάσταση  στην  κοινωνική  θέση» που, αναφορικά  τουλάχιστον  με  την  κοινωνική  θέση, ισοδυναμούσαν  με  «θρίαμβο  της  ισότητας»  μέσα  στο  εθνικό  Volksgemeinschaft. Αυτές  τις  απόψεις  απηχεί  και  η  πιο  πρόσφατη  μελέτη  των  Βέρνερ  Αμπελσχάουζερ  και  Άνσελμ  Φάουστ, που  βλέπουν  το  Τρίτο  Ράιχ  ως  «τον  καταλύτη  του  εκμοντερνισμού». Όλες  αυτές  οι  ερμηνείες  έρχονται  σε  πλήρη  αντίθεση  με  τις  μαρξιστικές  θεωρίες, καθώς  επίσης  και  με  την  εκτίμηση  των  Δυτικών  φιλελεύθερων  μελετητών  που  θεωρούν  τον  εθνικοσοσιαλισμό  ως  εγγενώς  αντινεωτερικό.
Μια  άλλη  όμως  πλευρά  των  επιδόσεων  των  ναζί  ήταν  ότι, ενώ  τα  προγράμματα  σπουδών  της  δευτεροβάθμιας  εκπαίδευσης  αλλά  και  του  πανεπιστημίου  περικόπτονταν, καταβάλλονταν  προσπάθειες  για  την  επέκταση  ενοποιημένων, κοσμικών  και  σύγχρονων  κρατικών  σχολείων  στην  πρωτοβάθμια  εκπαίδευση, ενώ  προωθήθηκαν  ιδιαίτερα  νέες  έρευνες  ειδικού  τύπου  στις  φυσικές  και  τις  κοινωνικές  επιστήμες. Η  διάδοση  της  κοινωνιολογίας  και  της  εφαρμοσμένης  κοινωνικής  έρευνας  ήταν  αξιοσημείωτη  και  κάποιες  από  αυτές  τις  καινούργιες  ερευνητικές  μονάδες  συνέχισαν  τη  λειτουργία  τους  στη  μεταπολεμική  Ομοσπονδιακή  Δημοκρατία. Οι  απαιτήσεις  του  πολέμου  γρήγορα  οδήγησαν  στην  αλλαγή  της  στάσης  απέναντι  στις  εργασίες  των  φυσικών  και  τη  «νέα  φυσική», και  η  βιολογική  έρευνα  ενθαρρύνθηκε  περαιτέρω. Το  ίδιο  δραστήριες  ήταν  οι  επιστήμες  της  ψυχολογίας  και  της  ψυχιατρικής, με  ιδιαίτερη  προσοχή  στις  προσεγγίσεις  της  κοινωνικής  ιστορίας  και  των  κοινωνικών  επιστημών, καθώς  επίσης  και  στη  νέα  εφαρμοσμένη  έρευνα  πάνω  στην  Ανατολική  Ευρώπη. Η  αντίληψη  ότι  ο  Χίτλερ  απλώς  άφησε  πίσω  του  μια  έρημο  στον  τομέα  των  σύγχρονων  επιστημών  είναι  στην  πραγματικότητα  πολύ  λανθασμένη.
Οι  ευαισθησίες  του  καθεστώτος  για  το  περιβάλλον  και  τον  περιβαλλοντικό  σχεδιασμό  μπορούν  να  θεωρηθούν  διορατικές  και  μεταμοντέρνες  μάλλον  παρά  αντινεωτερικές. Γενικά, ο  ναζιστικός  περιβαλλοντισμός  μπορεί  να  σχολιαστεί  με  τον  ίδιο  τρόπο  όπως  και  αυτός  της  φασιστικής  Ιταλίας. Το  περιβάλλον  εκτιμούνταν  πιο  πολύ  στη  θεωρία  παρά  στην  πράξη, αλλά  από  πολλές  απόψεις  οι  αντιλήψεις  αυτές  ήταν  εξαιρετικά  προωθημένες  για  την  εποχή  τους.
Όλα  τα  κοινωνικά  και  πολιτικά  ιδεώδη  του  Χίτλερ  είχαν  τις  ρίζες  τους  σε  εκδοχές  του  Διαφωτισμού  του  18ου  αιώνα – η  εξέγερση  εναντίον  της  παραδοσιακής  κουλτούρας  στο  όνομα  της  επαναστατικής  εκκοσμίκευσης, η  πίστη  σε  ένα  κοσμικό  φυσικό  δίκαιο  και  μια  φυσικιστική  ντεϊστική  αντίληψη  για  το  θείο, η  απόρριψη  της  παραδοσιακής  χριστιανικής  αντίληψης  της  ενότητας  του  ανθρώπινου  είδους  προς  χάριν  της  φυλετικής  διαίρεσης, η  έμφαση  σε  έναν  συνδυασμό  βιολογικής  ανισότητας  και  κοινωνικής  ισότητας, η  διάκριση  μεταξύ  παραγωγικού  και  αντιπαραγωγικού, η  έμφαση  στο  λαό  και  την  εθνική  ομάδα, η  ρουσοϊκή  γενική  βούληση  του  λαού, η  αισιόδοξη  πίστη  στην  πρόοδο  και  μια  ανώτερη  ανθρωπότητα  και  η  λατρεία  της  βούλησης. Όλα  τα  χιτλερικά  πιστεύω  αποτελούν  θεμελιακά  αξιώματα  της  σύγχρονης  φιλοσοφίας  και  κουλτούρας, χωρίς  αυτό  να  σημαίνει  ότι  όλοι  οι  σύγχρονοι  στοχαστές  συμφωνούν  με  αυτά. Ο  ίδιος  ο  Χίτλερ, άλλωστε, ήταν  ένα  άτεγκτο  παράγωγο  της  προνεωτερικής  «δεισιδαιμονίας». Οι  ιδέες  του  ριζοσπαστικοποιήθηκαν  από  τα  καινούργια  δόγματα  του  ακραίου  γερμανικού  εθνικισμού  του  19ου  αιώνα  και  της  πολιτιστικής  κρίσης  του  fin  de  siècle, αλλά  καμιά  από  αυτές  τις  ιδέες  δεν  εμπεριείχε  το  στόχο  της  μεταστροφής  προς  την  παραδοσιακή  προνεωτερική  σκέψη. Ο  ναζιστικός  ρατσισμός  μπορούσε  να  υπάρξει  μόνο  στις  αρχές  του  20ού  αιώνα  και  σε  καμιά  άλλη  περίοδο  της  ανθρώπινης  ιστορίας. Η  νατουραλιστική  φυλετική  ανθρωπολογία  του  Χίτλερ  ήταν  πέρα  ως  πέρα  μια  νεωτερική  αντίληψη  που  δεν  είχε  παράλληλό  της  στην  προνεωτερική  σκέψη.
Μεγάλο  μέρος  του  σύγχρονου  πολιτισμού  βασίζεται  στη  λατρεία  της  βούλησης, την  οποία  ο  Χίτλερ  οδήγησε  στα  απόλυτα  όριά  της. Η  ίδια  η  έννοια  του  εθνικοσοσιαλισμού  ως  «της  βούλησης  για  τη  δημιουργία  ενός  νέου  ανθρώπου»  ήταν  μια  τυπικά  νεωτερική, αντιπαραδοσιακή  ιδέα. Το  ίδιο  μπορεί  να  ειπωθεί  και  για  τη  ναζιστική  αναζήτηση  της  ακραίας  αυτονομίας, της  ριζοσπαστικής  ελευθερίας  για  τον  γερμανικό  λαό. Ο  Χίτλερ  έφερε  τον  νεωτερικό  στόχο  της  ρήξης  των  ορίων  και  της  στόχευσης  σε  υψηλότερες  επιδόσεις  σε  αδιανόητα  επίπεδα. Το  νεωτερικό  δόγμα  
«παν  μέτρον  άνθρωπος»  δεν  πήρε  τέτοια  έκταση  σε  κανένα  άλλο  κίνημα.
Ο  George  L. Mosse  θεωρεί  ότι  αυτό  ήταν  μέρος  της  «νέας  πολιτικής» των  εθνικιστικών  μαζών  και  πήγαζε  από  τα  δόγματα  του  18ου  αιώνα  περί  λαϊκής  κυριαρχίας  στα  οποία  ο  λαός  λάτρευε  τον  εαυτό  του  ως  μια  εθνική  ομάδα  ή  φυλή  και, σε  τελική  ανάλυση, δεν  κατευθυνόταν  από  νόμους  ή  κοινοβούλια  αλλά  από  την  κοσμική  φυσική  θρησκεία. Mosse, The  Nationalization  of  the  Masses (Νέα  Υόρκη, 1975), 1-20.
Στην  πραγματικότητα, ο  εθνικοσοσιαλισμός  συνιστά  ένα  ιδιαίτερο  ριζοσπαστικό  είδος  νεωτερικού  «επαναστατισμού» με τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
1.Υπερβολική  λατρεία  της  καινούργιας  ηγεσίας  του  Φύρερ  ως  «καλλιτεχνικής  ιδιοφυϊας».
2. Προσπάθεια  ανάπτυξης  μιας  καινούργιας  δομής  κοινωνικού  δαρβινισμού  στο  κράτος  και  την  κοινωνία.
3. Αντικατάσταση  του  παραδοσιακού  εθνικισμού  από  τη  φυλετική  επανάσταση.
4. Ανάπτυξη  ενός  νέου (υποτίθεται)  συστήματος  κρατικά  ελεγχόμενης  εθνικοσοσιαλιστικής  οικονομίας.
5. Εφαρμογή  της  επανάστασης  στην  οργανική  κοινωνική  θέση  για  ένα  καινούργιο  εθνικό  Volksgemeinschaft.
6. Στόχευση  σε  ένα  τελείως  καινούργιο  είδος  φυλετικού  ιμπεριαλισμού  σε  παγκόσμιο  επίπεδο.
7. Έμφαση  σε  νέες  μορφές  προωθημένης  τεχνολογίας  στη  χρήση  των  μέσων  μαζικής  επικοινωνίας  και  μαζικής  κινητοποίησης, λατρεία  της  καινούργιας  τεχνολογικής  αποτελεσματικότητας, των  νέων  στρατιωτικών  τακτικών  και  της  τεχνολογίας, και  ιδιαίτερη  έμφαση  στην  αεροπορική  και  στην  τεχνολογία  των  αυτοκινήτων.
Σ’  αυτούς  που  θεωρούν  τα  εθνικοαπελευθερωτικά  κινήματα  ως  δείκτη  νεωτερικότητας, θα  πρέπει  να  υπενθυμίσουμε  ότι  στη  διάρκεια  του  Β΄ Παγκοσμίου  Πολέμου  η  ενθάρρυνση  των  εθνικοαπελευθερωτικών  κινημάτων  μεταξύ  των  αποικιοκρατούμενων   και  μειονοτικών  λαών  σε  όλο  τον  κόσμο  ήταν  σχεδόν  αποκλειστικά  έργο  των  δυνάμεων  της  Τριμερούς. (Γερμανίας-Ιαπωνίας-Ιταλίας).
Η  πιο  εκτεταμένη  επανεξέταση  είναι  αυτή  του  Ράινερ  Τσίτελμαν, ο  οποίος  δίνει  έμφαση  στον  πολυεκφρασμένο  τελικό  στόχο  του  Χίτλερ  για  την  ανατροπή  της  υλιστικής  καπιταλιστικής-αστικής  τάξης  και  τον  εκμοντερνιστικό  χαρακτήρα  της  ουτοπίας  του. Για  τον  Τσίτελμαν, ο  Χίτλερ  δεν  είχε  πραγματικό  ενδιαφέρον  για  την  υπεράσπιση  της  ατομικής  ιδιοκτησίας, και  στην  πορεία  σχεδίαζε  μια  σειρά  οικονομικών  εθνικοποιήσεων  που  θα  έδιναν  καινούργια  αξία  στη  θέση  της  εργατικής  τάξης  και, ακόμα  πιο  σημαντικό, θα  υπέτασσαν  την  οικονομία  στην  πολιτική. Το  ενδιαφέρον  του  για  την  αγροτική  και  προβιομηχανική  κοινωνία  ήταν  τακτικιστικό  και  περιστασιακό  και  ποτέ  δεν  επεδίωξε  μια  κυρίως  αγροτική  ουτοπία, όπως  πολλοί  του  έχουν  καταλογίσει. Ο  Τσίτελμαν  συμπεραίνει  ότι  ο  χαρακτήρας  του  καινούργιου  Lebensraum  στα  ανατολικά  στη  σκέψη  του  Χίτλερ  έχει  κατανοηθεί  στρεβλά, διότι  προοριζόταν  να  είναι  κυρίως  πηγή  τροφίμων  και  πρώτων  υλών, υπηρετώντας  την  ενίσχυση  του  βιομηχανικού  χαρακτήρα  της  γερμανικής  ενδοχώρας ( R. Zitelmann, Hitler: Selbstverstandnis  eines  Revolutionars (Αμβούργο, 1987). Prinz  &  Zitelmann, επιμ., Nationalsozialismus).
Ο  φασισμός  ήταν  κατά  κύριο  λόγο  νεωτερικός, παρόλο  που  εμπεριείχε  πολλά  αρχαϊκά  στοιχεία  καθώς  και  στοιχεία  αναχρονιστικής  πολεμικής  κουλτούρας. Το  κύριο  ενδιαφέρον  του  δεν  ήταν  ούτε  αντινεωτερικό  ούτε  εκσυγχρονισμός  per  se, γιατί  προώθησε  πολλές  νέες  εκσυγχρονιστικές  απόψεις  και  πολέμησε, ή  θέλησε  να  αναπροσαρμόσει  ριζικά, πολλές  άλλες. Πάνω  απ’  όλα  ο  φασισμός  ήταν  ένα  προϊόν  της  νέας  κουλτούρας  και  του  έντονου  διεθνούς  κοινωνικού  δαρβινισμού  των  αρχών  του  20ού  αιώνα, κανονικά (αν  και  όχι  σε  κάθε  περίπτωση)  προσηλωμένος  στον  πόλεμο  και  ένθερμος  υποστηρικτής  των  θεμελιακών  αλλαγών  στη  διεθνή  σκηνή.
Ο  φασισμός  δεν  μπορούσε  να  γίνει  μια  μεγάλη  δύναμη  σε  χώρες  όπου  δεν  προϋπήρξε  μια  σχετικά  σημαντική  εθνικιστική  ιδεολογία  ή  κίνημα, τουλάχιστον  κατά  μισή  γενιά  ή  και  περισσότερο. Ένα  τόσο  ριζοσπαστικό  και  έντονο  δόγμα  μπορούσε  να  αποκτήσει  δυναμική  μόνο  ως  το  δεύτερο  στάδιο  μιας  συνεχούς  εθνικής  εγρήγορσης  και  κινητοποίησης. Αυτό  ίσχυε  για  όλες  τις  περιπτώσεις  δυναμικών  φασιστικών  κινημάτων. Έτσι, η  πλήρης  απουσία  ενός  πρότερου  εθνικιστικού  κινήματος  στην  Ισπανία  αποτέλεσε  σημαντικό  πρόβλημα  για  τη  Φάλαγγα, που  δεν  μπορούσε  να  ξεπεραστεί  κάτω  από  τις  ημικανονικές  πολιτικές  συνθήκες.
Αυταρχικές  κυβερνήσεις  έκλεισαν  την  πόρτα  στο  φασισμό  σε  Αυστρία  και  Πορτογαλία, στη  Γαλλία  του  Βισί  και  σε  αρκετές  ανατολικοευρωπαϊκές  χώρες. Αυταρχικές  κυβερνήσεις, επίσης, ήλεγξαν  και  περιόρισαν  τη  συμμετοχή  των  φασιστών  στην  εξουσία  σε  Ρουμανία  και  Ισπανία, υποτάσσοντάς  τους  στην  τελευταία  και  σταδιακά  εξαλείφοντάς  τους  τελείως  στην  πρώτη.
Όσον  αφορά  την  οικονομική  δομή, την  επιρροή  ή  την  ανάπτυξη, δεν  μπορεί  να  βρεθεί  κάποιος  κοινός  παράγοντας  για  όλα  τα  σημαντικά  φασιστικά  κινήματα. Ένα  από  αυτά  τα  κινήματα  ήταν  ισχυρότερο  σε  μια  από  τις  πιο  «μορφωμένες»  και  ανεπτυγμένες  ευρωπαϊκές  χώρες  και  άλλο  στην  πιο  «αμόρφωτη»  και  οπισθοδρομική  χώρα. Αυτοί  που  επιζητούν  μια  εξήγηση  για  την  κοινωνική  και  οικονομική  βάση  του  χιτλερισμού  αναφέρονται  συχνά  στον  αρκετά  μεγάλο  αριθμό  ανέργων  στη  Γερμανία  του  1930-33, αλλά  το  ίδιο  υψηλά  ποσοστά  υπήρχαν  σε  διάφορες  άλλες  χώρες  που  δεν  ανέπτυξαν  σημαντικά  φασιστικά  κινήματα, και  το  ποσοστό  ήταν  περίπου  παρόμοιο  με  αυτό  της  δημοκρατικής  Αμερικής  του  Χούβερ  και  του  Ρούσβελτ.
Το  μόνο  κοινό  οικονομικό  στοιχείο  ήταν  ότι  σε  όποια  χώρα  υπήρξε  ένα  ισχυρό  κίνημα  υπήρχε  επίσης  έντονη  η  αντίληψη  ότι  η  τρέχουσα  οικονομική  κρίση  πήγαζε  όχι  απλώς  από  συνήθεις  εσωτερικές  αιτίες  αλλά  και  από  τη  στρατιωτική  ήττα  και /ή  την  ξένη  εκμετάλλευση. Όσο  πιο  χαμηλά  στην  κλίμακα  της  ανάπτυξης, τόσο  πιο  έντονο  το  οικονομικό  μίσος  για  την  «καπιταλιστική  πλουτοκρατία».
Ένας  παράγοντας  που  αφορούσε  το  επίπεδο  της  ανάπτυξης  και  ήταν  πιο  ξεκάθαρος  ήταν  η  ανάγκη  της  χώρας  να  επιτύχει  ένα  συγκεκριμένο  επίπεδο  οικονομικής  και  πολιτικής  ανάπτυξης, στην  οποία  ο  στρατός  δεν  έπαιζε  πια  τον  κύριο  ρόλο  στις  πολιτικές  αποφάσεις. Αλλιώς, εάν  ο  στρατός  κυριαρχούσε  πολιτικά, θα  μπορούσε  να  είχε  θέσει  βέτο  στις  κυβερνήσεις  του  Μουσολίνι  και  του  Χίτλερ  ως  άσχετες, ακόμα  και  ζημιογόνες. Ήταν  αυτές  οι  στρατιωτικές  δυνάμεις  που  κατά  κύριο  λόγο  κατέπνιξαν  το  φασισμό  στην  Ανατολική  Ευρώπη.
Ο  φασισμός  απέτυχε  να  γίνει  μια  από  τις  σημαντικότερες  κινητήριες  δυνάμεις  του  20ού  αιώνα, αλλά – όπως  είπε  νωρίτερα  στα  συμπεράσματά  του  ο  Νόλτε – απέκτησε  θεμελιακή  σημασία  για  την  Ευρώπη  στη  διάρκεια  του  Β΄ Παγκοσμίου  Πολέμου. Εντούτοις, ακόμα  και  στην  Ευρώπη, στις  περισσότερες  χώρες  δεν  κατόρθωσε  να  αποκτήσει  ευρεία  λαϊκή  υποστήριξη. Η  ολοκληρωτική  του  ήττα  το  1945, που  τα  επόμενα  χρόνια  ακολουθήθηκε  από  σαρωτικές  αλλαγές, σήμαινε  ότι  οι  ίδιες  φασιστικές  μορφές  δεν  θα  μπορούσαν  να  αναγεννηθούν  αποτελεσματικότερα. Η  ολοκληρωτική  στρατιωτική  καταστροφή  έθεσε  τέλος  στις  ιμπεριαλιστικές  φιλοδοξίες  των  καινούργιων  κρατών  της  δεκαετίας  του  ’60, ενώ  ο  διπολισμός  του  Ψυχρού  Πολέμου  τερμάτισε  τη  «διεθνή  αναρχία»  των  αρχών  του  20ού  αιώνα  στην  Ευρώπη. Η  κατάπνιξη  των  πολιτικών  ελευθεριών  στην  Ανατολή  και  η  ανάπτυξη  μιας  σε  μεγάλο  βαθμό  σταθερής  δημοκρατίας  στη  Δύση  δεν  άφησε  πολιτικό  χώρο  σε  ριζοσπαστικές  εναλλακτικές  λύσεις, ενώ  η  μακρά  και  άνευ  προηγουμένου  ευημερία  στη  Δυτική  Ευρώπη  που  ξεκίνησε  γύρω  στο  1950  απεσόβησε  σε  μεγάλο  βαθμό  τις  κοινωνικές  εντάσεις. Στον  μεταπολεμικό  κόσμο  οι  μεγαλύτερες  ανταγωνιστικές  ιδεολογικές  δυνάμεις  μοιράζονταν  έναν  κοινό  ουμανιστικό  υλισμό, αποκλείοντας  έτσι  τόσο  τον  παλιό  ιδεαλισμό  όσο  και  το  βιταλισμό. Ο  θρίαμβος  του  ηδονιστικού  και  καταναλωτικού  υλισμού  αφαιρούσε  το  έδαφος  από  υπόγεια  καλέσματα  για  επαναστατικό  ασκητισμό  και  ιδεαλισμό – είτε  φασιστικό  είτε  κομουνιστικό. Η  γενική  κρίση  της  εξουσίας  στον  δυτικό  κόσμο, μαζί  με  τους  ευρέως  αποδεκτούς  κανόνες  ισότητας, τον  αυξανόμενο  κοινωνικό  ατομισμό  και  την  εξατομίκευση, ενέτειναν  αυτή  την  τάση.
Ο  φασισμός, εντέλει, ήταν  η  μόνη  μεγάλη  καινούργια  ιδεολογία  του  πρώιμου  20ού  αιώνα, και  δεν  αποτελεί  έκπληξη  ότι  μια  σειρά  χαρακτηριστικών  του  αναδύονται  και  πάλι  σε  ριζοσπαστικά  κινήματα  και  εθνικά  αυταρχικά  καθεστώτα  σε  ύστερους  καιρούς  και  άλλες  περιοχές, ακόμα  και  αν  το  προφίλ  των  νέων  δυνάμεων  είναι, στο  σύνολό  του, διαφορετικό. Πολλά  εθνικιστικά  αυταρχικά  καθεστώτα  φέρουν  κάποια  από  τα  γνωρίσματα  του  φασισμού, όπως  όλα  τα  κομουνιστικά  καθεστώτα  είχαν  και  έχουν  κάποια  από  τα  χαρακτηριστικά  του  φασισμού. Αυτά  τα  γνωρίσματα  είναι:
1.Σταθερός  εθνικιστικός  μονοκομματικός  αυταρχισμός, ούτε  προσωρινός  ούτε  ένα  πραγματικό  πρελούδιο  στο  διεθνισμό.
2.Η  αρχή  της  χαρισματικής  ηγεσίας, που  υιοθετήθηκε  από  διαφορετικά  είδη  καθεστώτων.
3. Η  αναζήτηση  μιας  συνθετικής  εθνικιστικής  ιδεολογίας, διακριτής  τόσο  από  το  φιλελευθερισμό  όσο  και  από  το  μαρξισμό.
4. Το  αυταρχικό  κρατικό  σύστημα  και  μια  κορπορατιστική  οικονομία  ή  μερικός  σοσιαλισμός, πιο  περιορισμένος  και  πιο  πλουραλιστικός  από  το  κομουνιστικό  μοντέλο.
5. Η  φιλοσοφική  αρχή  του  βολονταριστικού  ακτιβισμού, χωρίς  να  οροθετείται  από  οιονδήποτε  φιλοσοφικό  ντετερμινισμό.
Απ’ αυτή  την  άποψη, ο  φασισμός  αποτελούσε  ένα  θεμελιώδες  χαρακτηριστικό  της  επανάστασης, του  εθνικισμού  και  της  δικτατορίας  του  20ού  αιώνα. Γι’ αυτό  η  επιρροή  του  θα  συνεχίσει  να  γίνεται  αισθητή  και  στον  21ο  αιώνα.
Ο  ίδιος  ο  ιστορικός  φασισμός  δεν  θα  μπορέσει  ποτέ  να  αναδημιουργηθεί, αλλά  το  τέλος  του  20ού  αιώνα-αρχές  21ου  αι. μπορεί  να  γίνει  μάρτυρας  της  γέννησης  τόσο  μιας  καινούργιας  μορφής  αυταρχικού  εθνικισμού  όσο  και  κάποιων  παραπλήσιων  μορφών  του.
 
Δακτυλογράφηση: Βάσω  Κ.  Ηλιάδη.
Ενδεικτική βιβλιογραφία-Πηγές:
Στάνλεϊ Τζ. Πέϊν, Η  Ιστορία  του  Φασισμού  1914-1945, μετάφραση: Κώστας  Γεώρμας, πρόλογος: Στέφανος Ροζάνης, εκδόσεις  Φιλίστωρ, 2000.
http://www.el.wikipedia.org/wiki/ (Βικιπαίδεια,ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια–αναζήτησηλήμματος)
• http://www.matia.gr/library (ηλεκτρονική βιβλιοθήκη) > e-book της Αμαλίας Ηλιάδη > Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του
www.24grammata.com (ηλεκτρονική βιβλιοθήκη) > e-book της Αμαλίας Ηλιάδη > Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του
 • http://www1.ekebi.gr/fakeloi/fascism/index.htm (ψηφιακός φάκελος από την ιστοσελίδα του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου με τίτλο Ο φασισμός και ο ναζισμός στην Ευρώπη)

___________________________________________________

Ο ΔΙΚΤΥΟΥΡΓΟΣ γάταρος δέν ἀνήκει σε ἐπαγγελματία δημοσιογράφο καί στηρίζεται στήν ἠθική ἱκανοποίηση της σταθερότητας των ἐπισκεπτῶν, χωρίς νά χρησιμοποιεῖ τεχνικές καί κόλπα γιά νά κερδίσει ἐπισκεψιμότητα, ἐπίσης δέν μ΄ ἀφήνει ἀδιάφορο ἡ ἄνοδος του.

Η ὑποστήριξή σας μπορεῖ, ὅπως βλέπετε, νά ἐκδηλωθεῖ καί με ἄλλον τρόπο κάθε φορά ποῦ θά ἔχετε τον ἐλάχιστο χρόνο.

Εὐχαριστῶ καί συνεχίζω με το ἴδιο ἀδέσμευτο καί ἀνεξάρτητο πνεῦμα...

0 Σχόλια:

back to top